Σύντομη ιστορία της Κρήτης

Μινωική Κρήτη και μινωικός πολιτισμός



Η γεωγραφική θέση της Κρήτης είναι μοναδική. Απέχει περίπου το ίδιο από την Ευρώπη , την Ασία και την Αφρική. Η Κρήτη έχει σπουδαία και μεγάλη και πλούσια ιστορία.
Όμηρος μας λέει πως ήταν πυκνοκατοικημένη. Είχε ενενήντα πόλεις. Μια από αυτές ήταν και η Κνωσός. Στην Κνωσό βασίλευε ο Μίνωας, ιδρυτής μιας ισχυρής δυναστείας .
                                                              Φωτογραφία από την πρώτη ανασκαφή του Καλοκαιρινού

Στα 1878  ανακαλύφθηκαν ίχνη του Μινωικού πολιτισμού , από τον εύπορο Ηρακλειώτη φυσιοδίφη και φιλότεχνο Μίνω Καλοκαιρινό ενώ η Κρήτη βρισκόταν ακόμη υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1900 μέχρι το 1931από τον Έβανς. Ο Σερ ’Αρθουρ Έβανς ο αρχαιολόγος που ανακάλυψε το Μινωικό Πολιτισμό γεννήθηκε στην Αγγλία το 1851 και εκεί πέθανε το 1941.Με την πρόοδο των ανασκαφών ο Έβανς παρατήρησε πως το ανάκτορο της Κνωσού ήταν πιο εκτεταμένο από οποιοδήποτε γνωστό παλάτι. Ο Έβανς απέδειξε πως ένας πολιτισμός πολύ μεγάλος είχε γεννηθεί στην Κρήτη αρκετά χρόνια νωρίτερα το 3000 π.Χ. . Ο πολιτισμός αυτός έφτασε στη μέγιστη ακμή του τότε που χτίστηκε το ανάκτορο της Κνωσού . Όχι όμως μόνο το ανάκτορο της Κνωσού φανέρωσε τη δύναμη και τη λαμπρότητα του Μινωικού Πολιτισμού μα και οι ενδείξεις για την ύπαρξη των ενενήντα πόλεων που ανάφερε ο Όμηρος πλήθαιναν. Ανασκαφές που επιχειρήθηκαν αργότερα έφεραν στο φως ερείπια πολλών πόλεων που ήταν διάσπαρτες στις ακτές του νησιού : Φαιστός , Αγία Τριάδα, Ζάκρος, Μάλια, Γουρνιά φανέρωναν η μία μετά την άλλη το μέγεθος του Κρητικού πολιτισμού.
Ο Έβανς όταν κατάλαβε τη σημασία της ανακάλυψης της Κνωσού θέλησε να δώσει ένα όνομα σ’  αυτόν το μεγάλο αρχαίο πολιτισμό : τον αποκάλεσε Μινωικό, υποστηρίζοντας πως το όνομα Μίνωας δεν έπρεπε να εκληφθεί σαν όνομα ενός συγκεκριμένου βασιλιά , αλλά σαν συλλογικό όνομα,  τίτλος που στην Κρήτη δίνονταν σε όλους τους βασιλιάδες.
Η Κνωσός ήταν για να χρησιμοποιήσουμε μια σημερινή έκφραση , η πρωτεύουσα του βασιλείου της Κρήτης και χάρη στους
αρχαιολόγους μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν χτισμένη. Στην Ανατολική πλευρά την πιο ηλιόλουστη , κατοικούσε ο βασιλιάς Μίνωας και η αυλή του. Δυτικά υψώνονταν τα ιερά. Μνημιακές είσοδοι, αίθρια, κλιμακοστάσια , γοητευτικά σύνολα , από λυχνοστάτες  και δίπλα στο Ανάκτορο , οι πλούσιες κατοικίες των αξιωματούχων. Στην περιφέρεια , άλλα σπίτια, θέατρα, ναοί. Τελικά αυτό το μεγάλο συγκρότημα έμοιαζε περισσότερο με μια πόλη παρά με ένα παλάτι. Τα Ανάκτορα πρέπει να ήταν περίλαμπρα, όπως ταίριαζε στον πανίσχυρο βασιλιά , ενός
πανίσχυρου λαού. Η ανατολική πτέρυγα όπου ο Μίνωας κατοικούσε , ήταν χτισμένη πάνω σε ένα λόφο και επομένως σε πολλά διαφορετικού ύψους επίπεδα, συνδεδεμένα κλιμακοστάσια. Χρησιμοποιώντας τη φαντασία μας και όλες τις πληροφορίες που διαθέτουμε μπορούμε να «δούμε» το βασιλιά Μίνωα να δέχεται τους υπηκόους του, καθισμένος μεγαλόπρεπα στον αλαβάστρινο θρόνο του. Κρατάει το σκήπτρο του και το διπλό πέλεκυ που ήταν αρχαιότατο σύμβολο δύναμης. Πίσω του μα ωραιότατη τοιχογραφία με γυπαετούς και κρίνους. Ο γυπαετός, ιερό μυθικό ζώο , έχει κεφάλι αετού (ο αετός ήταν το σύμβολο θρησκευτικής εξουσίας), ενώ η ουρά του συμβόλιζε τη δύναμή του στον κόσμο των νεκρών : ο βασιλιάς Μίνωας είχε δύναμη θεούς στη γη στον ουρανό και στον Κάτω Κόσμο.
Χαρακτηριστικό της Μινωικής αρχιτεκτονικής ήταν το λυχνοστάσιο, δηλαδή ένα άνοιγμα στη στέγη από όπου έμπαινε το δυνατό μεσογειακό φως. Έμπαινε όμως και η βροχή κι έτσι τα πατώματα ήταν κεκλιμένα , για να διευκολύνεται η ροή του νερού.
Χαρακτηριστικές επίσης και οι κολώνες : ξύλινες , συχνά βαμμένες κόκκινες, δεν ήταν παρά κορμοί δέντρων τοποθετημένοι ανάποδα, με το φαρδύ μέρος τους στην επάνω μεριά για να στηρίζει το κιονόκρανο. Οι τοίχοι ήταν χτισμένοι με πέτρες και άργιλο. Τα χρώματα που προτιμούσαν ήταν μια απόχρωση του κόκκινου και το γαλάζιο που το θωρούσαν χρώμα ευοίωνο. 

Οι Κρήτες ζωγράφοι της Μινωικής εποχής ειδικεύονται με πραγματική δεξιοτεχνία στην ανάγλυφη τοιχογραφία. Τα χρώματα έμπαιναν στον τοίχο όταν ακόμα το κονίαμα ήταν φρέσκο. Χρωμάτιζαν τα ανδρικά σώματα κόκκινα και τα γυναικεία άσπρα. Όλες οι μορφές απεικονίζονται «προφίλ». Από τις τοιχογραφίες αυτές παίρνουμε πολλές πληροφορίες για τη ζωή στην Κρήτη της Μινωικής εποχής. Θέματα παρμένα από την καθημερινή ζωή , σκηνές θρησκευτικές , θαλασσινά τοπία , λουλούδια κάθε είδους , κυνήγια και ζώα γοητεύουν το σημερινό επισκέπτη.
Ορισμένοι μελετητές υποθέτουν πως τα Μινωικά παλάτια δεν ήταν ανάκτορα αλλά βιοτεχνικά και εμπορικά κέντρα. Σ΄ αυτήν την περίπτωση , ο άρχοντας της πόλης δεν ήταν παρά ο διευθυντής , που έμενε πάνω από τα μαγαζιά, το εργαστήριο και τις αποθήκες. Έτσι παρακολουθούσε καλύτερα τις δουλειές του χωρίς όμως να απαρνηθεί τις ανέσεις μιαςέπαυλης. Ζούσε σε δροσερά δωμάτια, είχε εξαιρετικούς χώρους υγιεινής (τα μπάνια στην Κρήτη ήταν εφοδιασμένα με σύστημα παροχής νερού και
αποχέτευσης), και από μεγάλες ταράτσες απολάμβανε την ωραία θέα. Οι άρχοντες κάθε πόλης ακολουθούσαν τις οδηγίες μια ανώτερης αρχής , κατά πάσα πιθανότητα εκλεγμένης από τους ίδιους , η οποία αντιπροσωπευόταν από το βασιλιά Μίνωα που έμενε στο σημαντικότερο κέντρο της Κνωσού.
Πολλοί ήταν οι βιοτέχνες που δούλευαν στο παλάτι : ικανότατοι χρυσοχόοι , τεχνίτες που σκάλιζαν αφρικανικό ελεφαντόδοντο , βυρσοδέψες που επεξεργάζονταν δέρματα αρνιών, αγριόχοιρων και ελαφιών. Σε πολλές Μινωικές σφραγίδες απεικονίζονται γυναίκες που πλάθουν βάζουν , ξαίνουν, κλώθουν και υφαίνουν. Δεν ξέρουμε αν όλοι αυτοί ήταν σκλάβοι ή ελεύθεροι άνθρωποι. Το σίγουρο είναι πως ήταν όλοι εξαρτημένοι από το Μίνωα και ότι γι αυτόν και για την αυλή του έφτιαχναν αληθινά αριστουργήματα.
Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ψυγεία , διατηρούσαν τις τροφές με έξυπνο τρόπο : έβαζαν το σιτάρι, το κριθάρι, τις ελιές, το κρασί, το λάδι μέσα σε προσεκτικά σφραγισμένους μεγάλους αμφορείς, για να αποφεύγουν όχι μόνο την αλλοίωση των τροφών αλλά και να αποθαρρύνουν τους κλέφτες. λλη μέθοδος ήταν η αποθήκευση των τροφών μέσα σε κοιλώματα σκαμμένα στη γη που τα σκέπαζαν με μεγάλες πέτρινες πλάκες. Πιθανόν να διατηρούσαν με αυτόν τον τρόπο τις τροφές που χαλούσαν ευκολότερα. Τα μαγαζιά ήταν στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος , γιατί η δροσιά βοηθούσε στη συντήρηση των τροφίμων.
Τα μεγάλα Κρητικά παλάτια δεν έμοιαζαν καθόλου με τα κάστρα των παραμυθιών. Γύρω από τα υπολείμματα του παλατιού της Κνωσού και άλλων μεγάλων παλατιών δε βρέθηκαν ίχνη οχυρώσεων. Το γεγονός ότι τα μινωικά ανάκτορα ήταν ανοχύρωτα,σημαίνει πως οι Κρήτες δεν είχαν να φοβηθούν εξωτερικές επιθέσεις , ούτε αντιμετώπιζαν εσωτερικές διαμάχες για την εξουσία.
Ο Θουκυδίδης μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για το Μεσογειακό κόσμο γύρω στα 1500 π.Χ. , ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας, γράφει ο μεγάλος ιστορικός, έφτιαξε ένα ισχυρό στόλο που εξουσίαζε μεγάλο μέρος της ελληνικής θάλασσας. Ο Μίνωας κυριάρχησε στις Κυκλάδες όπου ίδρυσε αποικίες που τις παραχώρησε στους γιους του και διασφάλισε τα μεγαλύτερα κέρδη στο εμπόριο ξεκαθαρίζοντας το πέλαγος από τους πειρατές. Η σύγχρονη αρχαιολογία επιβεβαίωσε τα λόγια του Θουκυδίδη : σχεδόν σε όλες τις Κυκλάδες ανακαλύφθηκαν ίχνη του Μινωικού Πολιτισμού. Αγγεία, χρυσές κούπες , μαχαίρια και πολλά άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που βρέθηκαν σ
 αυτά τα νησιά, είναι καθαρά κρητικής προέλευσης.
Τρεις διαφορετικές γραφές όλες μυστηριώδεις υπήρξαν σε διαδοχικές εποχές στην Κρήτη. Και θα μπορούσε να είναι τέσσερις αν υπολόγιζε κανείς και το δίσκο ης Φαιστού. Βρέθηκε μαζί με άλλα αντικείμενα του 1600 π.Χ. Περιέργως κανένα μεγάλο άγαλμα εκείνης της εποχής δεν βρέθηκε, ενώ αντίθετα βρέθηκαν πολλές και ωραιότατες μικρογλυπτικές , όπως το αγαλματάκι της θεάς των φιδιών. Βρέθηκαν ακόμα πολυάριθμα καλλιτεχνικά αντικείμενα , μερικά τόσο ωραία που δίκαια έγιναν διάσημα, όπως ηκούπα σε σχήμα κεφαλιού ταύρου.
Πριν τη Μινωική Κρήτη , στην Κρήτη η Μεγάλη Μητέρα λατρευόταν σε σπηλιές. Τη Μινωική εποχή λατρευόταν στην ανοιχτή ύπαιθρο , όπου σε περιφραγμένους ιερούς χώρους, παρουσία του ηγεμόνα και του λαού εμφανιζόταν με διάφορες μορφές. Ο Μινωικός πολιτισμός δεν άφησε χτιστούς ναούς.
Τα ευρήματα της Κρήτης μιλούν για ένα λαό πλούσιο, ισχυρό που αγαπούσε την ομορφιά. Ο λαός αυτός όμως έμελλε να εξαφανιστεί μέσα σε λίγες ώρες.


 Η γυναίκα στη Μινωική Κρήτη

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά στη Μινωική Κρήτη ήταν η μεγάλη ελευθερία των γυναικών που συμμετέχουν σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής. Έπαιρναν μέρος σε κάθε είδους εξωοικιακές ασχολίες συμμετείχαν σε επικίνδυνα αγωνίσματα, εξορμούσαν σε κυνηγετικές εκδρομές. Έπαιρναν μέρος στις χορευτικές επιδείξεις.
     Τις ενδιέφερε η περιποίηση του σώματος, του προσώπου, των μαλλιών. Έβαφαν τα χείλια, τα μάτια τους, λέπταιναν τα φρύδια τους και φορούσαν κοσμήματα.

                                                                         Η παριζιάνα

Τα φορέματα προκαλούν έκπληξη γιατί αφήνουν ακάλυπτα τα στήθη, έχουν περίτεχνες ζώνες και πολλούς φραμπαλάδες. Φορούσαν μπερέδες καπελίνα και άλλα καλύμματα στο κεφάλι ενώ τα χτενίσματα ήταν περίτεχνα. Συμπλήρωναν την κόμμωση με ταινίες και δικτυωτά πλέγματα, αφήνοντας μικρές μπούκλες να στεφανώνουν το πρόσωπο.
     Η ισοτιμία των γυναικών στην Μινωική Κρήτη φανερώνει μια ανώτερη αντίληψη της ζωής.
      Τις φαντάζεται κανείς να ζουν στα κομψά και απλά επιπλωμένα σπίτια τους, δροσερά το καλοκαίρι και θερμασμένα το χειμώνα, με κινητά μαγκάλια, με δωμάτια ολόφωτα και άλλα μισοσκότεινα που ακόμα και τη μέρα πρέπει να φωτίζονται από τους λύχνους και βλέπει ότι ιδιαίτερη φροντίδα τους είναι η ομορφιά τους. Το νερό που κυλά άφθονο στα διαμερίσματα τους δείχνει πως ήξεραν ότι η κύρια βάση της ομορφιάς είναι η καθαριότητα. Έπειτα έρχεται η σωματική άσκηση, που δίνει στο σώμα νεανική ευλυγισία, χάρη και κομψότητα. Οδηγούν ίσως τα άρματα, παίρνουν μέρος στα ακροβατικά γυμνάσια με τον ταύρο και συμμετέχουν πάντα στις γιορτές, στις τελετές και στα συμπόσια.
                                            Το μπάνιο της Βασίλισσας
    
  Αντίθετα με ότι συνέβαινε στην αρχαία Ελλάδα που η γυναίκα ήταν κλεισμένη στα βάθη του σπιτιού η μινωίτισσα είναι πανταχού παρούσα. Η αβρότητα των κυριών του μινωικού κόσμου τις τοποθετεί στις πρώτες θέσεις όταν γίνονται δημόσιες συγκεντρώσεις. Φτάνουν με φορεία, που τα κρατούν δούλοι και κατεβαίνουν απ΄ αυτά κομψές και αρωματισμένες, γεμάτες πρόσχαρη διάθεση. Στις τοιχογραφίες προβάλλουν φλύαρες και κοσμικές ενώ περιμένουν την έναρξη κάποιας τελετής. Άλλοτε πάλι στα ήσυχα σαλόνια των μεγάρων καθισμένες ώρες γαλήνιες, κεντούν ή παίζουν ζατρίκιο. Η επαφή με το άλλο φύλο τονώνει τη γυναικεία τους φιλαρέσκεια. 


Από τα ειδώλια μας είναι γνωστή η μινωική μόδα. Η κεντρική αρχή της είναι να τονίσει τη θηλυκότητα και τις καμπύλες του σώματος. Οι φούστες των φορεμάτων, είναι πλούσιες, πολύχρωμες, με πολλά βολάν, άλλοτε με μεγάλες πιέτες, άλλοτε ολοκέντητες, άλλοτε με ζώνες πλατιές που δένουν σε φιόγκους ή σφίγγονται στη μέση. Το κορσάζ πολύ στενό αφήνει συνήθως το στήθος γυμνό, έχει κοντά μανίκια και στολίζεται με κορδέλες, κεντήματα και κάποτε με πανύψηλους γιακάδες. Συχνά φορούν καπέλα και έχουν πάντοτε πλούσια μαλλιά χτενισμένα πολύπλοκα και στολισμένα με κοσμήματα. Πλούσιες και φτωχές τρελαίνονται για τα κοσμήματα, ακριβά ή φτηνά. Συχνά όταν κυκλοφορούν ξυπόλυτες στα γυαλισμένα αστραφτερά δάπεδα των σπιτιών τους έχουν βραχιόλια στα πόδια τους. Φυσικά άλλοτε φορούν παπούτσια. Αυτές οι θερμές μεσογειακές γυναίκες είναι βέβαιο πως βάφουν τα χείλη, το πρόσωπο, τα νύχια των χεριών και των ποδιών τους ίσως και τα μαλλιά τους

Ρωμαϊκή περίοδος (69π.Χ. -395 μ.Χ. )

Η Κρήτη ανέκαθεν είχε στρατηγική σημασία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήταν λοιπόν φυσικό να γίνει στόχος και της Ρώμης στην προσπάθεια κυριαρχίας της στην Ανατολή. Γύρευε αφορμή να της επιτεθεί και να την καταλάβει και βρήκε. Επειδή οι Κίλικες πειρατές, που πείραζαν τα ρωμαϊκά καράβια και ζημίωναν το ρωμαϊκό εμπόριο, βρίσκαν, φαίνεται, άσυλο στα παράλια της Κρήτης, η Ρώμη ζήτησε από τους Κρητικούς να σταματήσουν τη βοήθειά τους στους Κίλικες. Αυτοί δε συμμορφώθηκαν με την απαίτηση της Ρώμης και ο ύπατος Μάρκος Αντώνιος εκστρατεύει για να τιμωρήσει τους Κρητικούς. Εκείνοι, που το πληροφορούνται έγκαιρα, ναυμαχούν το στόλο των Ρωμαίων προτού φθάσει στην Κρήτη, αιχμαλωτίζουν πολλά πλοία και κρεμούν πολλούς αιχμαλώτους. Ο ίδιος ο Αντώνιος μόλις κατόρθωσε να ξεφύγει ( 74 π.Χ.)
    Το 69 π.Χ. ο ύπατος Κόιντος Καικίλιος Μέτελλος εκστρατεύει και πάλι στην Κρήτη. Αποβιβάζεται στη δυτική Κρήτη και την κυριεύει, παρά τη γενναία άμυνα των Κρητικών με στρατηγούς το Λασθένη και Πανάρη. Ο Λασθένης έρχεται στην Κνωσό για να συνεχίσει την αντίσταση, αλλά αναγκάζεται να την εγκαταλείψει αφού έκαψε τους θησαυρούς της για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Ο Μέτελλος κατακτά όλη την Κρήτη και καίει και καταστρέφει τις πόλεις που αντιστάθηκαν.

    Η Κρήτη γίνεται ρωμαϊκή επαρχία με έδρα του Ρωμαίου διοικητή την Γόρτυνα, φίλη και σύμμαχο των Ρωμαίων

     ΓΟΡΤΥΝΑ

  Μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Κρήτης. Παρόλο, που στη Μινωική εποχή φαίνεται πως δεν ήταν τόσο σημαντική, έφτασε κάποια στιγμή αργότερα, όπως πιστεύουν οι αρχαιολόγοι ( Νικ. Πλάτων) ο πληθυσμός της ίσως και τις 300.000 και ήταν κυρίαρχος της μεγάλης πεδιάδας της Μεσαράς ως το σημερινό χωριό Ροτάσι.
     Ήταν μια από τις ισχυρότερες, πλουσιότερες και πιο ευνομούμενες πόλεις της Κρήτης. Τούτο απόδειξε κι η μεγάλη επιγραφή του τέλους του 6ου αιώνα π.Χ. η οποία είναι συγκεφαλαίωση νόμων κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου και πολιτικής δικονομίας, γραμμένη βουστροφηδόν και εντοιχισμένη στους τοίχους δημόσιου οικοδομήματος. Οι νόμοι της Γόρτυνας δεν επέβαλλαν βάρβαρες ποινές. Προέβλεπαν διεξοδική διαδικασία για τη σωστή απονομή της δικαιοσύνης και απαιτούσαν αντικειμενική απόδειξη, τόσο για την ενοχή, όσο και για την αθωότητα του κατηγορουμένου. Η θανατική ποινή ήταν άγνωστη, γεγονός που δείχνει τον ανώτερο πολιτισμό των Γορτυνίων, σε σχέση με τους σύγχρονούς τους άλλους λαούς ( αλλά και με πολλούς σημερινούς) και τη σπουδαία πνευματική τους ανάπτυξη.


   Τον 3ο αιώνα π.Χ. κυρίεψαν τη Φαιστό και πήραν τα κτήματά της και το λιμάνι της τα Μάταλα κι έτσι είχαν δύο λιμάνια: Τα Μάταλα και τη Λεβήνα ( σημερινό Λέντα).
     Οι Γορτύνιοι είχαν φιλικές σχέσεις με τους Αχαιούς και αργότερα με τους Πτολεμαίους.
     Όταν οι Ρωμαίοι άρχισαν να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για την Κρήτη, επιζήτησαν τη φιλία των Γορτυνίων, οι οποίοι τάχθηκαν με το μέρος τους , γιατί ήθελαν, με τη βοήθεια των Ρωμαίων, να κυριαρχήσουν σε όλη την Κρήτη. Αντίθετα, η Κνωσός κηρύχθηκε φανερά εχθρική κατά των Ρωμαίων. Έτσι η Γόρτυνα όχι μόνο δεν καταστράφηκε απ’ αυτούς , όπως η Κνωσός κι άλλες μεγάλες πόλεις που κατάστρεψε ο Κόιντος Μέτελλος το 68 π.Χ. αλλά είδε τη μεγαλύτερη ακμή της κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, έγινε η πολυανθρωπότερη πόλη της Κρήτης και έδρα του Πραίτορα ( διοικητή) του νησιού.
     Ήταν η πρώτη πόλη της Κρήτης που δέχτηκε τον χριστιανισμό. Στη Γόρτυνα εγκαταστάθηκε ο απόστολος Τίτος, ως πρώτος επίσκοπος Κρήτης. Στη Γόρτυνα μαρτύρησαν στις 23 Δεκεμβρίου του 250 π.Χ. στο διωγμό του Δεκίου, οι Άγιοι Δέκα Κρήτες χριστιανοί: Θεόδουλος, Σατουρνίνος, Εύπορος, Γελάσιος, Ευνικιανός ( από τη Γόρτυνα), Ζωτικός (από την Κνωσό), Πόμπιος ( από τη Λεβήνα), Αγαθόπους ( από το Πάνορμο), Βασιλείδης ( από την Κυδωνία), Ευάρεστος ( από το Ηράκλειον). Στο χώρο του μαρτυρίου τους χτίστηκε ναός αφιερωμένος στη μνήμη τους και το χωριό που βρίσκεται σ'  αυτή τη θέση, πήρε το όνομα Άγιοι Δέκα*.
    Η Γόρτυνα ήκμασε και κατά τη Βυζαντινή περίοδο, μέχρι το 828 μ.Χ. που κατέλαβαν την Κρήτη οι Σαρακηνοί και την κατέστρεψαν. Από τότε κι έπειτα η Γόρτυνα δεν κατοικήθηκε πια ποτέ και οι Άραβες -Σαρακηνοί έκαναν έδρα τους το Ηράκλειο το οποίο ονόμασαν Χάνδακα. Στη Γόρτυνα χτίστηκαν οι πρώτοι χριστιανικοί ναοί και ανάμεσα σ’  αυτούς σπουδαιότερος ο ναός του Αγίου Τίτου, που χτίστηκε τον 6ο αιώνα και τα ερείπιά του βλέπουμε σήμερα.

                                                                                      Ναός Αγίου Τίτου
                                                                                                     Ωδείο



                                                                                     Ο πλάτανος στη Γόρτυνα


Ο πλάτανος της Γόρτυνας βρίσκεται στo βάθος του αρχαιολογικού χώρου και είναι αειθαλής, δηλαδή δεν ρίχνει τα φύλλα του το χειμώνα. Κανονικά κάθε πλάτανος είναι φυλλοβόλος, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικά σπάνιο υποείδος, που στην Κρήτη έχουν καταγραφεί 50 τέτοια δέντρα περίπου.
Ο πλάτανος είναι συνδεδεμένος με τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από τον Δία. Η Πριγκίπισσα Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης έπαιζε με τις φίλες της σε μία παραλία της Ανατολικής Μεσογείου, όπως συνήθιζε, όταν την είδε ο Δίας, πατέρας και βασιλιάς των 12 Θεών του Ολύμπου, την ερωτεύτηκε και μεταμορφωμένος σε ταύρο εμφανίστηκε μπροστά τους.
Οι κοπέλες άρχισαν να παίζουν με τον ταύρο και η Ευρώπη τον πλησίασε, τον χάιδεψε και έκατσε πάνω του. Τότε ο Δίας – ταύρος έφυγε παίρνοντας μαζί του την πριγκιποπούλα.
Μαζί έφτασαν στη Γόρτυνα όπου ο Δίας της αποκαλύφθηκε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, και όπως το θέλει η παράδοση, ζευγάρωσαν κάτω από αυτό τον πλάτανο, ο οποίος έκτοτε κρατάει τα φύλλα του σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Το ζευγάρωμα του Δία με την Ευρώπη είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση των 3 μυθικών βασιλιάδων της Κρήτης, του Μίνωα, του Ραδάμανθυ και του Σαρπηδόνα. Κάποιοι μάλιστα πίστεψαν ότι ο πλάτανος της Γόρτυνας έχει "μαγικές" ιδιότητες και βοηθάει τα ζευγάρια να κάνουν γιούς, οπότε παλιότερα συνήθιζαν να παίρνουν μερικά φύλλα από τον πλάτανο μαζί τους.

Ιερός Ναός Αγ. Δέκα


Ο Ενοριακός Ναός των Αγ. Δέκα έχει τις αρχές του στην α΄ Βυζαντινή περίοδο (12ος αιώνας). Η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα επεμβάσεων, ανακαινίσεων και ανακατασκευών τόσο στην β΄ Βυζαντινή περίοδο και στην περίοδο της Ενετοκρατίας όσο και στα τέλη του 19ου αιώνα-αρχές 20ου αιώνα. Ο ρυθμός του ναού είναι Βασιλική Τρίκλιτη Κεραμοσκέπαστη, με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος το οποίο είναι αφιερωμένο στους Αγίους Δέκα μάρτυρες Πόμπιο, Ευάρεστο, Σατορνίνο, Ζωτικό, Βασιλείδη, Θεόδουλο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό και Αγαθόποδα.
Το βόρειο κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Χαράλαμπο και το νότιο στον Άγιο Τίτο. Τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με 2 σειρές μαρμάρινων κιόνων, ενωμένοι με τόξα, στα οποία σώζονται μόνο μερικές τοιχογραφίες που χρονολογούνται από την ίδρυση του ναού. 

Ο νάρθηκας στα δυτικά βρίσκεται σε επίπεδο 1μ περίπου ψηλότερο απ’ αυτό του κυρίως Ναού, ενώ το κωδωνοστάσιο του κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο Ναός διακοσμείται μ’ ένα εξαιρετικά περίτεχνο τέμπλο του 1882, έργο του Ζαχαρία Πουμπουλάκη. Ενώ σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση η θαυματουργός εικόνα των Αγ. Δέκα χρονολογίας 1851, κάτω από την οποία φυλάσσετε το μάρμαρο, όπου κατά την παράδοση γονάτισαν και αποκεφαλίστηκαν οι Άγιοι.



 Οι τάφοι των Αγίων Δέκα,αποκαλύφτηκαν το 1902 στην περιοχή του χωριού που ονομαζόταν "Λίμνη" από τον επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο και ο οποίος πάνω από αυτούς ανήγειρε το 1915 μια μικρή εκκλησία βυζαντινού ρυθμού εις μνήμη των Αγίων. Ο ιερός ναός και ο προαύλιος χώρος, πρόσφατα ανακαινίστηκαν εκ βάθρων και αποτελούν πραγματικά ένα κόσμημα παραδοσιακής κρητικής αρχιτεκτονικής. 




Α΄ Βυζαντινή περίοδος 395-828 μ.Χ.
     
     Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την έδρα του Ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη και το διαίρεσε σε 4 επαρχίες, η Κρήτη υπήχθη στην επαρχία της Ιταλίας.
    Το 395 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος μοίρασε το κράτος σε ανατολικό και δυτικό. Η Κρήτη έγινε τότε επαρχία του ανατολικού μέρους της αυτοκρατορίας, δηλαδή του Βυζαντινού κράτους , όπως ονομάστηκε αργότερα. Είναι η περίοδος που κυριαρχεί ο χριστιανισμός. Η Κρήτη, εκκλησιαστικά, γίνεται Μητρόπολη με έδρα τη Γόρτυνα, όπου χτίζεται ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Αποστόλου Τίτου, πρώτου επισκόπου της.
    Δυστυχώς, η Βυζαντινή αυτοκρατορία δε θωράκισε αμυντικά το νησί κι έτσι γίνεται στόχος διαφόρων λαών. Αναφέρεται μάλιστα μέχρι και επιδρομή των Σλάβων το 623. Η περίοδος αυτή διαρκεί μέχρι το 828 μ.Χ.

Αραβοκρατία  828-961 μ.Χ.

    Το 828 μ.Χ. οι ραβες Σαρακηνοί της Ισπανίας αποβιβάζονται στην Κρήτη, την οποία κατακτούν εύκολα αλλά σταδιακά, αφού ούτε ο βυζαντινός στόλος κατάφερε να την σώσει, ούτε οι ντόπιοι, φαίνεται, πρόβαλαν ουσιαστική αντίσταση.
    Οι Άραβες καταστρέφουν τη Γόρτυνα και κτίζουν νέα πρωτεύουσα στη θέση του Ηρακλείου, του αρχαίου επινείου της Κνωσού, που ονομάζουν Χάνδακα και τον οποίο οχυρώνουν με επιμέλεια για να γίνει το φοβερό ορμητήριό τους στις πειρατικές τους εξορμήσεις και τόπος συγκέντρωσης των θησαυρών και των λαφύρων που προέρχονταν απ’ αυτές, Ενάμιση σχεδόν αιώνα η αραβοκρατούμενη Κρήτη ήταν το κέντρο των Σαρακηνών πειρατών εναντίον των νησιών και των παραλίων της Ανατολικής Μεσογείου.
     Βαρύτατες υπήρξαν βέβαια οι συνέπειες για τον κρητικό πληθυσμό που βυθίστηκε σε νύκτα φρικτής δουλείας, αποκόπηκε από τον κορμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και αφανίστηκε από το προσκήνιο του πολιτισμού. Πάντως παρά τη δίωξη του χριστιανισμού, αυτός εξακολούθησε να υπάρχει, όπως διασώθηκε η γλώσσα και οι παραδόσεις, ιδιαίτερα στα χωριά.
     Το Βυζάντιο, για το οποίο η απώλεια της Κρήτης σήμαινε ότι έχανε μια μεγάλη και πλούσια επαρχία (θέμα) και δε θα μπορούσε να ελέγχει πια τους θαλάσσιους δρόμους, έκανε πολλές προσπάθειες να την ανακτήσει που όμως κατέληγαν σε αποτυχία.


Β΄  Βυζαντινή περίοδος  ( 961- 1204 )

    Η τύχη επεφύλαξε τη μεγάλη δόξα της απελευθέρωσης της Κρήτης στον αρχιστράτηγο Νικηφόρο Φωκά. Βυζαντινοί ιστορικοί αναφέρουν ότι οι δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν για την επιχείρηση αυτή αποτελούνταν από 3307 πλοία ( 2000 πολεμικά με 250 πολεμιστές το καθένα, 1000 μεταγωγικά και 307 φορτηγά). Αντίθετα αραβικές πηγές μιλούν για 700 πλοία με 72000 πεζούς και 5000 ιππείς. 

Πιθανά, η θέση και το μέγεθος του Χάνδακα της β' Βυζαντινής περιόδου (Εργαστήριο Πολυμέσων)
    Τον Ιούλιο του 960 ο Φωκάς έφτασε στα κρητικά παράλια και αποβίβασε το στρατό του, που αποτελούνταν εκτός από βυζαντινούς στρατιώτες απ’ όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας και από Αρμένιους, Βάραγγους, Σκανδιναβούς και Ρως, στην παραλία του Αλμυρού, δυτικά του Χάνδακα. Αμέσως άρχισε η πολιορκία των Αράβων του Χάνδακα, που διήρκεσε ολόκληρο το υπόλοιπο του 960 και μέχρι το Μάρτιο του 961, οπότε το φρούριο υπέκυψε και επακολούθησε σφαγή των Αράβων και λεηλασία της πόλης από τους εξαγριωμένους βυζαντινούς στρατιώτες. Λέγεται ότι σφάγηκαν 200.000 μαζί μ’ αυτούς που σκοτώθηκαν στις μάχες κι άλλοι τόσοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Αριθμοί υπερβολικοί. Οι θησαυροί των Αράβων που έπεσαν στα χέρια των Βυζαντινών, ήταν αμύθητοι. Λέγεται ότι χρειάστηκαν 300 φορτηγά πλοία για να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τους αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο εμίρης του Χάνδακα Αβδούλ Αζίζ Κοτορμπής ( ή κατά τους βυζαντινούς Κουρούπης) και ο γιος του Ανεμάς που αργότερα ασπάστηκε το χριστιανισμό και υπηρέτησε πιστά τον αυτοκράτορα. Πρέπει να αναφέρουμε σ’ αυτό το σημείο ότι ένα μεγάλο μέρος από τα λάφυρα δόθηκαν από το Φωκά στον πνευματικό του Αθανάσιο τον Αθωνίτη που ίδρυσε και οργάνωσε τη πρώτη μονή του Αγίου Όρους ,αυτή της Μεγίστης Λαύρας .
     Με την ανάκτηση της Κρήτης αρχίζει μια νέα περίοδος της κρητικής ιστορίας , που διήρκεσε 250 περίπου χρόνια. Ο Φωκάς κατασκευάζει τώρα νέα αμυντικά και οχυρωματικά έργα όπως το φρούριο «τέμενος» στο Κανλί Καστέλι ( Προφήτης Ηλίας).

Η θριαμβευτική είσοδος του Νικηφόρου Φωκά στη Βασιλεύουσα, 961 (Ι. Σκυλίτζης, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη Ισπανίας)
Επίσης εγκαθιστά, με τη θέλησή τους, παλαίμαχους στρατιώτες σε εύφορες περιοχές της Κρήτης που χτίζουν πολλά χωριά τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα ( Αρμένοι, Βαρβάροι, Βαρβάρω, Σκλαβεροχώρι, Σκλαβοπούλα, Ρουσοχώρια, Βουλγάρω κ.ά.). Διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Κρήτης γίνεται και πάλι ο Χάνδακας.
 Επειδή κατά τη μακραίωνη αραβική δουλεία, πολλοί Κρητικοί πλανήθηκαν και εξισλαμίστηκαν ( πολλοί με τη βία), ήλθε στην Κρήτη ο όσιος Νίκων (ο Μετανοείτε) που προσπάθησε με το κήρυγμά του στην κεντροανατολική Κρήτη να επαναφέρει τους παραστρατημένους στο χριστιανικό δρόμο. Στη δυτική Κρήτη έδρασε για τον ίδιο λόγο ο όσιος Ιωάννης (ο Ξένος) που καταγόταν από το χωριό Σίβα της Μεσαράς.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος ή Ερημίτης
                                     Το σπήλαιο όπου έζησε και πέθανε ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης
                                                                          Ο Όσιος Νίκων ο μετανοείτε    
    
Η Κρητική Εκκλησία οργανώνεται πάλι. Ανασυστήθηκε η Αρχιεπισκοπή Κρήτης, με έδρα το Χάνδακα όπου ανηγέρθη πολύ όμορφος μητροπολιτικός ναός αφιερωμένος στον Απόστολο Τίτο.



Βενετοκρατία  ( 1204 -1669 )

             Το λιμάνι και η πόλη του Χάνδακα, στο βάθος διακρίνεται το βουνό Γιούχτας (J. Peeters)

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, η αυτοκρατορία διαλύθηκε και η Κρήτη παραχωρήθηκε στον πιο σπουδαίο Σταυροφόρο το Βονιφάτιο Μομφερατικό. Εκείνος επειδή δεν είχε κανένα μέσο για να καταλάβει το νησί και ήταν απρόθυμος για ναυτικές περιπέτειες, παραχώρησε την Κρήτη στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, με μυστική συμφωνία, αντί του ποσού των 5000 χρυσών δουκάτων. Με την κατοχή της Κρήτης η Βενετία θα εξασφάλιζε την κυριαρχία των θαλασσών.
     Οι Βενετοί όμως, επειδή ήταν απασχολημένοι αυτό τον καιρό με τη διασφάλιση των κτήσεων τους στην Πελοπόννησο και στο Αιγαίο δε φροντίζουν να καταλάβουν έγκαιρα την Κρήτη. Την ευκαιρία αυτή εκμεταλλεύεται ο Γενουάτης αρχιπειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε και καταλαμβάνει το 1206 μεγάλο μέρος της κεντρικής Κρήτης. Φαίνεται πως ο Γενουάτης αυτός δε συνάντησε αντίσταση από το ντόπιο πληθυσμό και μπόρεσε να οχυρώσει τα τρία μεγάλα φρούρια του Χάνδακα , της Σητείας και του Ρεθύμνου και να κτίσει άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις, για να στερεώσει την εξουσία του.
     Οι Βενετοί δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν την Κρήτη στα χέρια των Γενουατών, των μεγάλων αντιζήλων τους. Έτσι οργανώνουν διάφορες εκστρατείες και τελικά γίνονται κυρίαρχοι του νησιού ολοκληρωτικά το 1217 οπότε και υπογράφεται η συνθήκη Βενετίας-Γένουας. Για την Κρήτη αρχίζει μια νέα περίοδος μακρόχρονης δουλείας που θα διαρκέσει ως το 1669. Αλλά κι η Βενετία θα έχει να αντιμετωπίσει εδώ μια λυσσαλέα και επίμονη αντίσταση του κρητικού λαού και θα θυσιάσει άφθονο χρήμα και αίμα για την επιβολή της κυριαρχίας της.
     Η νέα κτήση αποτέλεσε μια μεγάλη διοικητική περιφέρεια που την ονόμασαν περήφανα «Βασίλειον της Κρήτης» και στο οποίο υπάγονταν και τα νησιά Τήνος και Κύθηρα .

Χάρτης της Κρήτης με το λέοντα της Βενετίας, από το βιβλίο του Marco Boschini, Il regno tutto di Candia, 1651 (M. Boschini, Ηράκλειο, Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, © Ε.Κ.Ι.Μ.)
    
     Ο  διοικητής του νησιού όπως και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος έχουν την έδρα τους στο Χάνδακα ή Κάντια, τη « Βενετία της Ανατολής». Εκλέγεται για δύο χρόνια από το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας και έχει τον τίτλο του Δούκα. Μαζί με δυο συμβούλους που εκλέγονται επίσης για δύο χρόνια αποτελούν την «Αυθεντία» που αποφασίζει για κάθε πρόβλημα του νησιού. Εκτός από τους άρχοντες αυτούς υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από διοικητικούς, στρατιωτικούς, οικονομικούς και δικαστικούς υπαλλήλους που είναι Βενετοί ή Ιταλοί και οι περισσότεροι διορίζονταν απ'  ευθείας από τη Βενετία. Μετά το 1500 σημαντικές θέσεις στη διοίκηση παίρνουν σιγά σιγά και ντόπιοι κάτοικοι.


                                Άποψη του Χάνδακα από τη θάλασσα, 1535 - 1540 (Fr. Hogenberg)
     
   Ο στρατιωτικός έλεγχος της Κρήτης εξασφαλίστηκε με την οργάνωση φρουρίων σε επίκαιρες θέσεις και με την ύπαρξη ετοιμοπόλεμου  και ισχυρού πεζικού και ιππικού. Παρ' όλα αυτά ο κρητικός λαός δε δέχτηκε αδιαμαρτύρητα τη στέρηση της εθνικής και της θρησκευτικής ελευθερίας του. Αναφέρονται 27 μεγάλες και μικρές επαναστάσεις και πολλά μικρότερα τοπικά κινήματα. 
   Η προσπάθεια των Ενετών να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο νησί προκαλεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια την πεισματική αντίδραση του πληθυσμού. Το 1211 ξεσπά με επίκεντρο αρχικά το Λασίθι επαναστατικό κίνημα με αρχηγούς τους Αγιοστεφανίτες που γρήγορα εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ανατολική Κρήτη. Είναι η πρώτη από μία σειρά πολυπληθών επαναστάσεων, που στρέφονται εναντίον των νέων κυριάρχων, και συνταράσσουν το νησί ως τα μέσα του 14ου αιώνα.
Πρωταγωνιστές και ηγέτες αυτών των κινημάτων είναι ισχυρές κρητικές οικογένειες, όπως οι Καλλέργηδες, οι Σκορδίληδες, οι Μελισσηνοί και οι Χορτάτζηδες. Συχνά οι βενετικές αρχές, προκειμένου να μπορέσουν να καταστείλουν αυτά τα κινήματα, ακολουθούν συμβιβαστική πολιτική και παραχωρούν προνόμια σε ισχυρούς ντόπιους άρχοντες, όπως στην περίπτωση του Αλέξιου Καλλέργη.
Ιδιαίτερο χαρακτήρα έχει η Αποστασία του Αγίου Τίτου, επαναστατικό κίνημα των Βενετών φεουδαρχών εναντίον της μητρόπολης, που εκδηλώνεται το 1363 και έχει ως βασικό αίτιο τη φορολογική καταπίεση που ασκεί εις βάρος τους το ενετικό κράτος.

Iππικοί αγώνες στην πλατεία του Αγ Μάρκου, που έγιναν για να τιμηθεί το γεγονός της καταστολής της επανάστασης, της γνωστής ως επανάστασης του Αγ. Τίτου, και της επανάκτησης της Κρήτης


     Η μακρόχρονη περίοδος της Βενετοκρατίας υπήρξε και για την κρητική εκκλησία ιδιαίτερα σκληρή όχι τόσο επειδή ήταν φανατικοί καθολικοί - οι ίδιοι έλεγαν χαρακτηριστικά ότι ήταν πρώτα Βενετοί κι έπειτα χριστιανοί- αλλά επειδή διαπίστωσαν ότι η εκκλησία ήταν η μεγάλη δύναμη που ένωνε το λαό, ήταν το στήριγμα της βυζαντινής ιδέας κι ο φορέας της αντίστασης. Από τις πρώτες ενέργειές τους ήταν η απομάκρυνση των ορθόδοξων ιεραρχών στους οποίους απαγόρευαν ακόμα και την επίσκεψη στο νησί. Συγχρόνως δραστηριοποιήθηκε η προπαγάνδα της Καθολικής Εκκλησίας και ιδρύθηκαν πολυάριθμα λατινικά μοναστήρια που έγιναν κέντρα προσηλυτισμού. Με βούλλα του πάπα ανακηρύχτηκε το προσκύνημα το Αγίου Τίτου του Χάνδακα ισάξιο με το προσκύνημα των Αγίων Τόπων και ικανό για να παίρνει ο προσκυνητής συγχωροχάρτι. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κρήτης διορίστηκε λατίνος αρχιεπίσκοπος, ενώ προϊστάμενοι των ορθοδόξων κληρικών  ( χειροτονούνταν εκτός Κρήτης) διορίζονταν οι πρωτοπαπάδες που ήταν πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης των Βενετών και ενωτικοί          ( ουνίτες, δηλαδή είχαν χειροτονηθεί κατά το ορθόδοξο δόγμα αλλά μετείχαν σε ακολουθίες μαζί με καθολικούς και μνημόνευαν το όνομα του Πάπα και του Λατίνου αρχιεπισκόπου). Πολλοί απ' αυτούς ήταν διεφθαρμένοι και ανήθικοι και προκαλούσαν την αποστροφή του κρητικού λαού και κλήρου, πολλές δε φορές και των ίδιων των Βενετών. Αντίθετα οι ορθόδοξοι μοναχοί υπήρξαν οι φρουροί της πίστης και της ενότητας του λαού. Στους τελευταίους χρόνους της Βενετοκρατίας αναβιώνει έντονα ο μοναχισμός . Ιδιαίτερη αίγλη έχουν οι μονές Αγκαράθου, Απεζανών, Βροντισίου, Ακρωτηριανής ( Τοπλού), Αρκαδίου, Αγίας Τριάδος Τσαγκαρόλων, Κυρίας Θεοτόκου Γωνιάς κ. ά.
                                              
Ιερέας της Κρήτης, 1554 (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών)
    
     Με το πέρασμα των χρόνων πολλοί από τους Βενετούς εξελληνίστηκαν. Η ελληνική γλώσσα και τα ήθη επιβάλλονται. Οι Βενετοί παντρεύονται με Ελληνίδες, ενώ πολλοί ασπάζονται την ορθοδοξία, καθώς οι μητέρες ή οι γυναίκες τους είναι ορθόδοξες. Αισθάνονται βαθιά δεμένοι με τη γη που τους γέννησε και τους συνδέει συνείδηση κρητική. Θα μπορούσε να ειπωθεί ξανά αυτό που παλιότερα είχε πει ο λατίνος ποιητής Οράτιος για την Ελλάδα «η ηττημένη Κρήτη υπέταξε το δυνάστη της». 
     Βάση της κρητικής οικονομίας ήταν και τότε η γεωργία και η κτηνοτροφία που τον 3ο και 4ο αιώνα της κατοχής παρουσιάζει θεαματική ανάπτυξη με αποτέλεσμα να γίνονται εξαγωγές προϊόντων και ιδιαίτερα του κρασιού αλλά και τυριού, βαμβακιού, μεταξιού, μελιού, ξυλείας κ.ά.
      Οι χωρικοί όμως της Κρήτης ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και στο Δημόσιο, για την κατασκευή και συντήρηση των φρουρίων, για τη φύλαξη των παραλίων και για την αγγαρεία της θάλασσας που ήταν και η πιο σκληρή και ισοδυναμούσε σχεδόν με θανατική καταδίκη.
      Κατά τους τελευταίους αιώνες της βενετσιάνικης κυριαρχίας, τότε που οι κρητικές επαναστάσεις σταμάτησαν, ενώ η τουρκική σκλαβιά είχε σκεπάσει την ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη αναπτύχθηκαν οι καλές τέχνες και τα γράμματα ( Κρητική αναγέννηση ) και αναδείχθηκαν σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες. Μερικοί απ' αυτούς ήταν: Οι ποιητές Γεώργιος Χορτάτσης ( «Ερωφίλη» τραγωδία, «Κατζούρμπος» κωμωδία ), Βιτσέντζος  Κορνάρος ( «Θυσία του Αβραάμ» τραγωδία, «Ερωτόκριτος» έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα 10.000 στίχων).

                                         
Τα εξώφυλλα των αριστουργημάτων της Κρητικής λογοτεχνίας "Ερωφίλη" και "Ερωτόκριτος"

     Oι ζωγράφοι Θεοφάνης ο Κρης ( τοιχογραφίες στα Μετέωρα και Άγιο Όρος),Μιχαήλ Δαμασκηνός (Βροντίσι- φορητές εικόνες) και η μεγάλη δόξα της Κρήτης ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος που γεννήθηκε στο Χάνδακα όπου έζησε ως τα 28 του χρόνια, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε και μεγαλούργησε στην Ισπανία ( El Greco ).


                                  
                                                      

"Το χαίρε των Μυροφόρων" (Μιχαήλ Δαμασκηνός, Ηράκλειο, Αγία Αικατερίνη των Σιναϊτών)


                                                

"Η ταφή του κόμητα του Οργκάθ", 1586 - 1588 (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Τολέδο, Εκκλησία Σάντο Τομέ)
    

                        

«Το Τρίπτυχο της Μοδένα» (μπρος όψη), 1568 (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Modena, Modena, Galleria Estense)

"Το τοπίο του Θεοβάδιστου Όρους Σινά", 1570 (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Ηράκλειο, Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, © Ε.Κ.Ι.Μ.)

    Η ανάπτυξη αυτή φτάνει στο τέλος της όταν ξεσπά ο λεγόμενος Κρητικός πόλεμος ( 1645 -1669 ) ανάμεσα στη Βενετία και την Οθωμανική αυτοκρατορία που αφού κατέλαβε όλες τις άλλες ελληνικές χώρες άρχισε να διεκδικεί και την Κρήτη για να μείνει μόνη κυρίαρχος στην ανατολική Μεσόγειο.
     Το καλοκαίρι του 1645 αποβιβάζεται τουρκικός στόλος στον Κίσσαμο Χανίων. Αρχίζει ένας σκληρός πόλεμος μεταξύ δυο κατακτητών στα χώματα της Κρήτης όπως λέει ο λαός «δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένη μαντζαδούρα»). Οι Τούρκοι, ισχυρότεροι, γίνονται κύριοι του νησιού εκτός από την πρωτεύουσά του το Χάνδακα και τα φρούρια Σπιναλόγκας, Σούδας και Γραμβούσας.
     Το 1648 αρχίζει μια τιτανομαχία γύρω από το Χάνδακα ( ή Μεγάλο Κάστρο) που διαρκεί 22 χρόνια ως το 1669 οπότε και το τελευταίο τούτο οχυρό της χριστιανοσύνης πέφτει στα χέρια των Οθωμανών.
                Γκραβούρα με φανταστική σκηνή από την εικοσάχρονη πολιορκία του Χάνδακα από τους Τούρκους, 1648 - 1669

       Η μαύρη νύχτα της τουρκικής σκλαβιάς αρχίζει και για την Κρήτη. Μαζί αρχίζουν νέοι σκληροί αγώνες, νέες επαναστάσεις. Δυόμισι σχεδόν αιώνες δεν παύει να χύνεται το αίμα του Κρητικού λαού για την ελευθερία του.

Πηγές: Θεοχάρη Δετοράκη  «Ιστορία της Κρήτης»
            Στέργιου Σπανάκη  "Κρήτη"
               http://grypas.heraklion.gr


 Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ  ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

1.      Η  ΚΑΤΑΛΗΨΗ  ΤΗΣ  ΚΡΗΤΗΣ  ΑΠΟ  ΤΟΥΣ  ΤΟΥΡΚΟΥΣ

    Οι Τούρκοι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)συνέχισαν να καταλαμβάνουν τη μία μετά την άλλη τις κτήσεις της πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δεν άργησε να έλθει και η σειρά της Κρήτης.
    Μια μεγάλη στρατιά από 450 πλοία και 50.000 πολεμιστές αποβιβάστηκαν τον Ιούνιο του 1645 στα δυτικά των Χανίων τα οποία μετά από δύο μήνες πολιορκίας παραδόθηκαν.
    Οι Βενετοί που κατείχαν μέχρι τότε την Κρήτη, φέρνουν ενισχύσεις από την Ιταλία και ζητούν τη βοήθεια των χριστιανών Ευρωπαίων. Οι ενισχύσεις όμως είναι μικρές και οι Τούρκοι κυριεύουν τον επόμενο χρόνο (1646) το Ρέθυμνο και προχωρούν προς το Χάνδακα. Οι Τούρκοι προπαγανδίζουν υποσχόμενοι ελευθερία της θρησκείας και παρουσιάζονται ως ελευθερωτές και όχι ως κατακτητές. Το 1648 όλη σχεδόν η Κρήτη εκτός του Χάνδακα βρίσκεται στα χέρια τους. Οι βομβαρδισμοί και οι επιθέσεις στο κάστρο δε σταματούν μέρα και νύχτα. Οι ενισχύσεις που έρχονται επιτέλους από την Ευρώπη δίνουν κουράγιο στους υπερασπιστές.
    Στα 1666, μετά από 18 χρόνια πολιορκίας ο Σουλτάνος χάνοντας την υπομονή του αποκεφαλίζει τον αρχιστράτηγό του Χουσεΐν και διορίζει στη θέση του το Μεγάλο Βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλή με αυστηρές εντολές και άφθονα υλικά μέσα.
    Ο βενετός αρχιστράτηγος Φραντζέσκο Μοροζίνι οργανώνει την άμυνα. Βενετοί και Κρητικοί, κληρικοί και λαϊκοί νιώθουν ενωμένοι στον κοινό κίνδυνο.
                                            Ο πορθητής του Χάνδακα, Αχμέτ  Κιοπρουλής, 1637 - 1676

Ο Αχμέτ Κιοπρουλής μοιράζοντας 700.000 χρυσά νομίσματα κατάφερε να παρασύρει και να πάρει με το μέρος του πολλούς. Ανάμεσά τους κι ο συνταγματάρχης Αντρέα Μπαρότσι που έδωσε στον εχθρό πολύτιμες πληροφορίες για την άμυνα της πόλης. Το τέλος φαινόταν ότι πλησίαζε. Ο Μοροζίνι ζήτησε διαπραγματεύσεις. Η συνθήκη που υπογράφτηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 έδινε το δικαίωμα στους κατοίκους του Χάνδακα να εγκαταλείψουν την πόλη μέσα σε 12 ημέρες και να πάνε όπου ήθελαν παίρνοντάς μαζί τους ότι ήθελαν και μπορούσαν. Οι Κρητικοί διασκορπίστηκαν τότε στη Βενετία ή σε άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές όπως τα Επτάνησα, μεταφέροντας εκεί τον πολιτισμό και τις γνώσεις τους. Το Κάστρο στις 27 Σεπτεμβρίου ήταν άδειο και σωρός από ερείπια.
    Η μαύρη σκλαβιά είχε αρχίσει.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ Μια φανταστική αφήγηση του conte Stavro Mudufari

Χάνδακας 27 Σεπτεμβρίου 1669 
Η πόλη χάνεται από τα μάτια μας. Η συμφωνία που υπέγραψαν στις 16 Σεπτεμβρίου οι εκπρόσωποι του Κιοπρουλί και του Μοροζίνι τηρήθηκε στο έπακρο. Ο Χάνδακας έχει εκκενωθεί.
Οι πρόσφυγες έχουν πάρει το δρόμο που οδηγεί μίλια μακριά από το Χάνδακα και τα πέντε πλοία με το αρχεικό υλικό τραβούν το δικό τους δρόμο προς τη Βενετία.
Σκέφτομαι ότι ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν ο Αndrea Βarozzi δεν αυτομολούσε το Νοέμβρη του 1667 προδίδοντας στον Κιουταχή τα ασθενή σημεία της οχύρωσης του Χάνδακα. Ισως όμως αυτή να ήταν η μοίρα της πόλης Μια μοίρα τραγική.
Ο Χάνδακας φαίνεται πια σαν μια μικρή κουκίδα στο βάθος του ορίζοντα. Πάνω του ένα σκούρο σύννεφο προμηνύει καταιγίδα. Μια καταιγίδα αιώνων.... Που μόλις ξεκίνησε.

 2.  ΟΙ  ΣΥΝΘΗΚΕΣ  ΖΩΗΣ  ΤΩΝ ΥΠΟΔΟΥΛΩΝ

    Οι Τούρκοι διαίρεσαν την Κρήτη σε τρία διαμερίσματα (πασαλίκια), του Χάντακα, του Ρεθύμνου και των Χανίων.
    Οι πασάδες επειδή φοβούνταν πιθανές εξεγέρσεις των Κρητικών, οργάνωσαν πολυάριθμο στρατό που τον αποτελούσαν κυρίως αυτοκρατορικοί γενίτσαροι, αλλά και ντόπιοι (γερλήδες).
    Η γη μοιράστηκε στους κατακτητές αλλά την καλλιεργούσαν οι παλιοί χριστιανοί ιδιοκτήτες που πλήρωναν ως φόρο το 1/5 από τα εισοδήματα. Πολλές φορές όμως ο φόρος ήταν πολύ μεγαλύτερος ανάλογα τη σκληρότητα των ντόπιων αγάδων. Ο κυριότερος βέβαια φόρος ήταν όπως και για τους άλλους Έλληνες ο κεφαλικός (χαράτσι), που πληρωνόταν σε χρήμα.
    Οι δύσκολες συνθήκες ζωής, οι καταπιέσεις και οι αγριότητες των κατακτητών ήταν αιτία πολλοί χριστιανοί να αρνηθούν τη θρησκεία τους και να δεχτούν τη μωαμεθανική (εξισλαμισμός). Σ' αυτό οδήγησε πολλούς και το συμφέρον. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Τουρκοκρητικοί που για να είναι αρεστοί, πολλές φορές ξεπερνούσαν σε αγριότητα τους ίδιους τους Τούρκους. Μερικοί όμως ενώ ήταν φανερά μουσουλμάνοι, δεν αρνήθηκαν ποτέ την πίστη τους τη χριστιανική και κρυφά τελούσαν όλα τα χριστιανικά τους καθήκοντα. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί, όπως π.χ. η οικογένεια των Κουρμούληδων στη Μεσαρά, που φανερώθηκαν και βοήθησαν στην επανάσταση του 1821.  


3.      Η  ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ  ΤΟΥ  ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ


Στην επανάσταση του 1769 με το όνομα «Ορλωφικά», είχε μυηθεί και ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης, από την Ανώπολη Σφακίων. Ο Δασκαλογιάννης, που είχε ταξιδέψει στη Ρωσία και είχε γνωρίσει πολλούς Έλληνες ( όπως ο Εμμ. Μπενάκης από τη Μάνη) και ξένους, αφού προετοίμασε την επανάσταση αγοράζοντας όπλα και πολεμοφόδια, έπεισε τους Σφακιανούς να κηρύξουν τον Απρίλη του 1770 την επανάσταση.
   Οι Τούρκοι αντέδρασαν αμέσως και με πολυάριθμο στρατό επιτέθηκαν από τρεις μεριές στην επαρχία Σφακίων. Οι Σφακιανοί αγωνίστηκαν με γενναιότητα και αντιμετώπισαν τους Τούρκους όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1770 στις ψηλές κορφές των βουνών τους. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα χωριά, τα λεηλατούσαν και τα κατέστρεφαν, καίγοντάς τα. Πολλά γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν. Επειδή πλησίαζε ο χειμώνας απειλητικός και επειδή η Ρωσική βοήθεια που τους είχαν υποσχεθεί δεν ερχόταν, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να παραδοθεί για να σωθεί η επαρχία. Μαζί με 70 πιστούς του συντρόφους οδηγήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο, όπως είχε μετονομασθεί ο Χάνδακας, όπου και φυλακίστηκε. Μετά από πολλά βασανιστήρια, οι Τούρκοι τον θανάτωσαν, γδαίρνοντάς τον ζωντανό, ενώ οι υπόλοιποι κατάφεραν μετά από τρία χρόνια να αποδράσουν από τις φοβερές φυλακές του Κούλε και κάποιοι απ΄ αυτούς μπόρεσαν να γυρίσουν στα Σφακιά.
    Αυτό ήταν το τέλος της πρώτης, εναντίον των Τούρκων, επανάστασης των Κρητικών, μα η φλόγα που άναψε διατηρήθηκε ως τη μεγάλη επανάσταση του 1821. 
   
                           Ο ναός του Αγίου Τίτου ως Βεζίρ Τζαμί    
                   Το Βαλιδέ Τζαμί, ενετικός ναός του Σωτήρα, στα τέλη του 19ου αιώνα


Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1821-1913

 ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ  1821 ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ

Παρόλο που οι προϋποθέσεις δεν ήταν ευνοϊκές για να ξεκινήσει η επανάσταση στη Κρήτη , αμέσως μετά το ξεσηκωμό της Πελοποννήσου αποφασίστηκε η κήρυξή της τον Απρίλη του 1821 σε συνέλευση που έγινε στη Παναγία τη Θυμιανή στα Σφακιά . 



 Η αρχή έγινε τον Ιούνιο του 1821 στο Λούλο Χανίων με νίκη των χριστιανών . Οι  Τούρκοι αντιδρώντας την επόμενη κιόλας μέρα κρέμασαν τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ και σκότωσαν στα Χανιά 400 χριστιανούς .
Στο Ρέθυμνο φυλάκισαν τον επίσκοπο , τον οποίο κρέμασαν μετά από ένα χρόνο και έσφαξαν πολλούς χριστιανούς .
Στο Μεγάλο Κάστρο τα πράγματα είναι χειρότερα . Οι Τούρκοι σκότωσαν το μητροπολίτη Γεράσιμο και πέντε επισκόπους . ΄Εκαψαν τη μητρόπολη , λεηλάτησαν τη πόλη και βγήκαν στα περίχωρα . Θανάτωσαν ηγουμένους  μοναστηριών , άοπλους διαβάτες και αγρότες . Σε 800 υπολογίζονται οι νεκροί .
Στη Σητεία σκοτώθηκαν 300 χριστιανοί , ενώ η Μονή Τοπλού κάηκε και πολλοί μοναχοί σφαγιάστηκαν .
Μετά από όλα αυτά οι Κρητικοί κατάλαβαν πως ένας είναι ο δρόμος .
Η ένοπλη αντίσταση στον κατακτητή . Η επανάσταση σιγά σιγά εδραιώθηκε στη Κρήτη και διατηρήθηκε για δέκα ολόκληρα χρόνια .
                                 
 Α΄ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

      Η επανάσταση που είχε ξεκινήσει από τα Χανιά,στα Ηρακλειώτικα λόγω του πεδινού εδάφους αλλά και της μεγάλης απόστασης από τα Σφακιά άρχισε λίγο αργότερα με αρχηγό το Μιχαήλ Κουρμούλη που ξεσήκωσε τη Μεσαρά και χτύπησε τους Τούρκους.Η επανάσταση παρά τις προσπάθειες των Τούρκων να την καταπνίξουν και τις καταστροφές που προκάλεσαν ιδιαίτερα στα Σφακιά, δεν έσβησε.
        

                
        Το Νοέμβρη του 1821 ήλθε στην Κρήτη ο Μιχαήλ Αφεντούλης, απεσταλμένος του Δημ.Υψηλάντη, με το τίτλο '' Γενικός ΄Επαρχος και Αρχιστράτηγος Κρήτης '', ο οποίος συγκάλεσε γενική συνέλευση στους Αρμένους Χανίων το Μάη του 1822 όπου ψηφίστηκε το '' Σχέδιο Προσωρινής Διοικήσεως της νήσου Κρήτης'' και  η Κρήτη διαιρέθηκε σε τέσσερα διαμερίσματα.

                                         
       
                                     
Εμμανουήλ Καζάνης, οπλαρχηγός Λασιθίου στην επανάσταση του 1821 

      To 1822 o Σουλτάνος για να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση ζήτησε τη βοήθεια του σουλτάνου της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή ( Μωχάμετ'λυ). Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας , οι Αιγύπτιοι θα κατέπνιγαν την επανάσταση στην Κρήτη,στην Κάσο και στην Πελοπόννησο.΄Ετσι το Μάη του 1822 αποβιβάστηκαν στη Σούδα 6000 Αιγύπτιοι στρατιώτες με αρχηγό το Χασάν πασά , οι οποίοι αφού ενώθηκαν με τους Τούρκους χτύπησαν τους επαναστάτες πρώτα στα Χανιά κι ύστερα στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο αλλά με πολλές απώλειες. Στη συνέχεια πέρασε στο οροπέδιο Λασιθίου και το έκαψε πέρα ως πέρα.Το χειμώνα τον πέρασε στο Μεραμπέλλο και το Φλεβάρη του 1823 πολιόρκησε για 15 ημέρες στο σπήλαιο της Μιλάτου, τους άμαχους της περιοχής και λίγους οπλοφόρους που είχαν καταφύγει εκεί. Στο τέλος οι πολιορκημένοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν και ο Χασάν τους μεν άντρες τους σκότωσε , τους υπόλοιπους  δε  τους πούλησε ως δούλους. Σαν από θεία δίκη , ο Χασάν σε λίγες μέρες έπεσε από το άλογό του και σκοτώθηκε
      Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων ο Αφεντούλης τσακώστηκε με τους κρητικούς οπλαρχηγούς κι εκείνοι ζήτησαν να αντικατασταθεί. Το Μάη του 1823 έρχεται στη Κρήτη στη θέση του Αφεντούλη ο Υδραίος Εμμανουήλ Τομπάζης με μερικά πλοία και λίγους εθελοντές και έδωσε νέες ελπίδες στον αγώνα.

                                                                            Εμμανουήλ Τομπάζης
      Νέος Αιγύπτιος στρατηγός ορίστηκε ο Χουσε'ί'ν πασάς που έφερε 3000 ακόμη στρατιώτες και άφθονα πολεμοφόδια, συγκεντρώνοντας συνολικά 12.000 στρατό. Ο Τομπάζης λόγω της αναρχίας που επικρα-τούσε κατάφερε να συγκεντρώσει μόλις 3.000 επαναστάτες. Στη μάχη που δόθηκε στη περιοχή της Αγίας Βαρβάρας οι ΄Ελληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και ο Χουσε'ί'ν αφού υπέταξε τη Μεσαρά πέρασε στο Αμάρι και στο Μυλοπόταμο του Ρεθύμνου.

                                                  Σπήλαιο Μελιδονίου
 Στο Μελιδόνι πολιόρκησε για τρεις μήνες 370 γυναικόπαιδα και 30 οπλοφόπους  που είχαν καταφύγει στο σπήλαιο του χωριού.Στο τέλος τους έπνιξε  όλους με καπνό. Ο Χουσε'ί'ν κινήθηκε  μετά προς τα δυτικά και λεηλάτησε την επαρχία του Αποκόρωνα, κυρίεψε τα Σφακιά και τον υπόλοιπο νομό Χανίων. Είχε καταφέρει να καταπνίξει την κρητική επανάσταση αφού λόγω του εμφύλιου πολέμου που επικρατούσε στην Ελλάδα δεν στάθηκε δυνατό να σταλεί βοήθεια στον Τομπάζη ο οποίος τελικά εγκατέλειψε την Κρήτη τον Απρίλη του 1824.
                   


       

Β΄  περίοδος της κρητικής επανάστασης 

1.       περίοδος της Γραμβούσας [1825-1828]


     Στα μέσα του 1825 οι Κρητικοί που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο και πολεμούσαν τον Ιμπραήμ, ήρθαν με πλοία στη Γραμβούσα και κατάφεραν να καταλάβουν το φρούριο της .Την ίδια μέρα κυριεύτηκε και το φρούριο της Κισάμου από άλλους επαναστάτες. Με τις καταλήψεις αυτές η επανάσταση ξαναφούντωσε. Ο Μουσταφά πασάς επιχείρησε μα δεν κατάφερε να ξαναπάρει το φρούριο. Σταμάτησε όμως την εξάπλωση της επανάστασης στις δυτικές επαρχίες. Οι επαναστάτες περιορίστηκαν στη Γραμβούσα και για να τα καταφέρουν να ζήσουν αναγκάστηκαν να αρχίσουν πειρατικές επιδρομές στα διερχόμενα πλοία.
    Το 1827 έφτασε στην Κρήτη σώμα Κρητικών και άλλων εθελοντών με σκοπό να ανανεώσουν την επανάσταση στις ανατολικές επαρχίες. Οι επαναστάτες πολιόρκησαν και έκαψαν τους Τούρκους της Κριτσάς και της Νεάπολης. Λίγες μέρες όμως αργότερα δέχτηκαν επίθεση στα χωριά της ανατολικής Πεδιάδας και υποχώρησαν άταχτα. Ο πόλεμος συνεχίστηκε με ξαφνικές νυχτερινές επιθέσεις (κλεφτοπόλεμος).

 2. Το τέλος  του δεκάχρονου αγώνα

    Στην αρχή του 1828 ήρθε στην Κρήτη ο Ηπειρώτης  Χατζημιχάλης Νταλιάνης με 600 πεζούς και 100 ιππείς και το Μάρτη οχυρώθηκε στο Φραγκοκάστελλο και από 'κει οργάνωνε εξορμήσεις εναντίον των Τούρκων. Ο Μουσταφά πασάς κινήθηκε εναντίον του και στη μάχη που επα-κολούθησε ο Χατζημιχάλης σκοτώθηκε μαζί με 380 επαναστάτες, ενώ οι υπόλοιποι μετά από πολιορκία οκτώ ημερών αναγκάστηκαν να συνθηκο-λογήσουν και να φύγουν. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν διπλάσιες και επιπλέον κατά την επιστροφή τους στα Χανιά δέχτηκαν πολλές επιθέσεις και σκοτώθηκαν περισσότεροι από χίλιοι.
              

                                                           Ξωπατέρας

Στη Μεσαρά οι οπλαρχηγοί Ξωπατέρας,Κόρακας,Μαλικούτης κ.ά. δεν άφηναν τους Τούρκους σε ησυχία. Το Φεβρουάριο του 1829 εκστρατεύσαν εναντίον του Ξωπατέρα 3000 Τούρκοι κι αυτός  κλείστηκε στον ψηλό πύργο της μονής Οδηγητρίας όπου μετά από τριήμερη πολιορκία βρήκε τραγικό θάνατο.
                                                            
     
                                                              
                                         Η Μονή Οδηγήτριας (σήμερα) και  ο πύργος του Ξωπατέρα
  
 Στα 1829 θα μπορούσαμε να πούμε γενικά ότι η ύπαιθρος βρισκόταν στα χέρια των χριστιανών ενώ οι Τούρκοι είχαν τα τρία μεγάλα κάστρα των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου. Παρ' όλα αυτά οι Μεγάλες Δυνάμεις με το πρωτόκολλο του Λονδίνου που υπέγραψαν το 1830 δεν θεώρησαν την Κρήτη τμήμα της ανεξάρτητης Ελλάδας.Ο δεκάχρονος αγώνας τελειώνει όχι με την απελευθέρωση της Κρήτης αλλά με την παραχώρηση της στον Αιγύπτιο Μεχμέτ Αλή ως αντάλλαγμα της βοήθειας που προσέφερε στο σουλτάνο.                                            

Η  περίοδος από το 1830 έως το 1868 

   Η Αιγυπτιοκρατία  κράτησε ως το 1840 οπότε οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επανέλθει η Κρήτη στην επικυριαρχία του  Σουλτάνου. Μέχρι το 1866 πολλά μικρά αλλά και σημαντικά γεγονότα σημάδεψαν την περίοδο αυτή.
   Το Μάιο του 1866 μετά από παγκρήτια συνέλευση στάλθηκε υπόμνημα στο Σουλτάνο και στις Μεγάλες Δυνάμεις που ζητούσε την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Σουλτάνος όχι μόνο αρνήθηκε αλλά και τους απείλησε. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, εκτός της Ρωσίας , αδιαφόρησαν, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση αδύναμη δεν πήρε ανοιχτά το μέρος των επαναστατών. Τότε οι Κρητικοί αποφάσισαν να αναμετρηθούν μόνοι τους με την Οθωμανική αυτοκρατορία με το σύνθημα ''Ένωσις ή θάνατος''. Ο λαός της Ελλάδας προσπάθησε να βοηθήσει στέλνοντας στην Κρήτη χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια. Την επαναστατική εξουσία ασκούσαν ο Ιωάννης Ζυμβρακάκης στα Χανιά, ο Έλληνας συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος στο Ρέθυμνο και ο Μιχαήλ Κόρακας    στο Ηράκλειο        
  
                   
                                                                              Μιχαήλ Κόρακας (1797-1892)
   Ο Σουλτάνος έστειλε το Μουσταφά πασά στην Κρήτη για να καταπνίξει την επανάσταση. Πράγματι αυτός αφού έκαψε αρκετά χωριά στα Χανιά , νίκησε τον Ζυμβρακάκη σε μεγάλη μάχη στο Βαφέ Αποκορώνου. Μετά απ' αυτή την επιτυχία τους οι Τούρκοι κατευθύνθηκαν προς το Ρέθυμνο όπου έδρα της επαναστατικής επιτροπής ήταν η Μονή Αρκαδίου. Σ' αυτήν είχαν μαζευτεί γύρω στα 600 γυναικόπαιδα και 300 αγωνιστές. Στις 8 Νοεμβρίου 1866, 15000 Τούρκοι κύκλωσαν το μοναστήρι και ζήτησαν από τους πολιορκημένους να παραδοθούν. Ο φρούραρχος της Μονής ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος και ο ηγούμενος Γαβριήλ αρνήθηκαν περήφανα. Οι Τούρκοι παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Την επομένη αφού μετέφεραν  το μεγάλο πυροβόλο από το Ρέθυμνο, γκρέμισαν το τείχος και εισέβαλαν στο μοναστήρι αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή.





   Στη μπαρουταποθήκη της μονής γράφτηκε μια ακόμα ένδοξη σελίδα της ιστορίας της Ελλάδας. Εκεί ο Κωστής Γιαμπουδάκης ανατινάζοντας την αποθήκη σκόρπισε το θάνατο όχι μόνο στους χριστιανούς αλλά και στους Τούρκους που είχαν εισβάλει .



   Τα γεγονότα στη Μονή Αρκαδίου συγκίνησαν όλο τον ελεύθερο κόσμο κι ένα νέο κύμα φιλελληνισμού δημιουργήθηκε στην Ευρώπη.
                                       
                                        
                                            
                                                            Χαρίκλεια Δασκαλάκη 
 
        Είναι η ηρωική μορφή, ένα σύμβολο του αγώνα της Κρήτης για την ελευθερία. Η μάνα που έβλεπε τα παιδιά της να σκοτώνονται στις μάχες με τους Τούρκους, και τα παρότρυνε να προκαλέσουν το θάνατο, να χύσουν το αίμα τους για την ελευθερία της Κρήτης. Το όνομα της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, της Δασκαλοχαρίκλειας, έγινε θρύλος σ'  όλο το νησί. Συμβόλιζε τη θυσία για τον αγώνα. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών, ενώ ο σύζυγός της ήταν απόγονος του Δασκαλογιάννη. Ο πατέρας της σκοτώθηκε στο κίνημα του 1858.
        Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Γιώργος Εκκεκάκης στον πρώτο τόμο του έργου του «Ρεθεμνιώτες» (2007), καταγόταν από τα Χάρκια Ρεθύμνου και ήταν κόρη του παλαίμαχου αγωνιστή της επανάστασης του 1821 Πέτρου του Αρκαδιώτη. Πρέπει να γεννήθηκε στο Τόλο Ναυπλίου (άγνωστο πότε), όπου είχε καταφύγει ο πατέρας της. Είχε παντρευτεί τον Μιχαήλ (Αναγνώστη) Δασκαλάκη από την Αμνάτο και ζούσε εκεί. Απέκτησε 13 παιδιά από τα οποία επέζησαν τέσσερις θυγατέρες και τρεις γιοι: ο Γεώργιος, ο Αντώνιος και ο Κωνσταντίνος. Τους έχασε και τους τρεις στην επανάσταση του 1866. Ο τελευταίος ήταν 24 χρονών όταν τον είδε να θανατώνεται δια λογχισμών μετά την κατάληψη του Αρκαδίου. Λίγο μετά από την απελευθέρωση της από την αιχμαλωσία, κατέφυγε στη Σύρο και μετά στην Αθήνα όπου και πέθανε, χωρίς να είναι γνωστή η ημερομηνία.
       Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη ήταν ανάμεσα σ'  εκείνους που κλείστηκαν στο μοναστήρι. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην άμυνα και την εθελοθυσία. Ήταν από τους ελάχιστους που κατάφεραν να διασωθούν. Μαζί της ήταν ο γιός της Κώστας, που βρήκε το θάνατο μπροστά στα μάτια της, και η κόρη της Ελένη, που επίσης διασώθηκε. Λίγους μήνες μετά τα γεγονότα, που αφύπνισαν την Ευρώπη και έκαναν τους ευρωπαϊκούς λαούς να ευαισθητοποιηθούν και να σταθούν δίπλα στους  Κρήτες, η Χαρίκλεια αφηγήθηκε τα όσα έζησε σ'  έναν από τους Έλληνες εθελοντές που ήλθαν στην Κρήτη για να βοηθήσουν την επανάσταση. Κι εκείνος έστειλε μια δική του ανταπόκριση με την αφήγηση της ηρωικής μάνας στην εφημερίδα της Αθήνας «Αιών», που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Πέμπτης 2 Μαρτίου 1867.
       Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη αφηγήθηκε με λεπτομέρειες τα δραματικά γεγονότα. Τις συνομιλίες των υπερασπιστών. Την απόφασή τους να ανατινάξουν στον αέρα το μοναστήρι. Κατονομάζει τον Ντελή Δράκο Τσιμπραγό, ράφτη του Ηρακλείου από τις Γωνιές Μαλεβιζίου, ως τον πυρπολητή (υπάρχει και σχετική έκθεση, την οποία έχομε δημοσιεύσει στο ένθετο αφιέρωμα για τη μεγάλη επανάσταση 1866-69, που συμφωνεί με το όνομά του), ξεκαθαρίζει ότι ο ηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάκης δεν αυτοκτόνησε, αλλά τον σκότωσε η πιστόλα του Τούρκου Μεμίρ αγά. Μιλάει για το θάνατο του γιού της, αλλά και του φρούραρχου του Αρκαδίου ανθυπολοχαγού Ιωάννη ή Γιάγκου Δημακόπουλου, που ήταν, καθώς αποκαλύπτει η ίδια, ο αγαπημένος της κόρης της Ελένης, πιθανότατα αρραβωνιαστικός της.

   Ο  Μουσταφά πασάς προσπάθησε ύστερα να καταλάβει τα Σφακιά μα δεν τα κατάφερε ούτε αυτός ούτε ο αντικαταστάτης του Ομέρ πασάς. Το ίδιο περίπου συνέβη και στις ανατολικές επαρχίες. Τότε ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να παραχωρήσει στην Κρήτη καθεστώς ημιαυτονομίας (Οργανικός Νόμος του 1868 ). Σύμφωνα με τον νόμο αυτό ο Γενικός Διοικητής διοριζόταν από το Σουλτάνο αλλά τόσο στη κεντρική Διοίκηση όσο και στις επαρχιακές μπορούσαν να διορίζονται και χριστιανοί υπάλληλοι. Παρά τις αντιρρήσεις των επαναστατών, οι Μεγάλες Δυνάμεις δυστυχώς τάχθηκαν υπέρ της Τουρκίας. Η επανάσταση είχε τελειώσει και ο στόχος της ένωσης δεν πραγματοποιήθηκε

ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ
      Ο οργανικός νόμος του 1868 δεν εφαρμόστηκε ποτέ από τη Τουρκία . Οι Κρητικοί  απογοητευμένοι και ταλαιπωρημένοι όπως ήταν , δεν αντέδρασαν μέχρι το 1877.Τότε , όμως , με τη κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου , αρχίζει πάλι επαναστατικός αναβρασμός . Ζητείται από το Σουλτάνο αυτονομία , με χριστιανό διοικητή . Η απάντηση είναι αρνητική και οι συγκρούσεις αρχίζουν . Σε λίγο όλο το νησί ήταν στα χέρια των επαναστατών,εκτός από τα φρούρια στα οποία είχαν  συγκεντρωθεί  Τούρκοι. Δυστυχώς , όμως , και πάλι οι Μεγάλες Δυνάμεις , μετά την ήττα της Τουρκίας από τη Ρωσία , με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου , το 1878 , και το συνέδριο του Βερολίνου 1881 , το μόνο που ζήτησαν από το Σουλτάνο ήταν η πιστή εφαρμογή του οργανικού νόμου . Μετά από διαπραγματεύσεις Τούρκων και επαναστατών κατέληξαν στη " Σύμβαση της Χαλέπας" (νέος οργανικός νόμος) , που προέβλεπε:
 1) Ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης θα μπορεί να είναι χριστιανός ή μουσουλμάνος με 5ετή θητεία . Μαζί του ως σύμβουλο θα έχει έναν από το αντίθετο θρήσκευμα .
 2) Η Γενική Συνέλευση αποτελείται από 80 μέλη (49 χριστιανούς και 39 μουσουλμάνους) .
 3) Ιδρύεται Κρητική Χωροφυλακή .
 4) Στα δικαστήρια και στα σχολεία επίσημη γλώσσα γίνεται η Ελληνική
 5) Ο χριστιανικός πληθυσμός απαλλάσσεται από ορισμένους φόρους , όπως ο κεφαλικός .
      Στα 1889 , μετά από μία άτυχη επανάσταση ξεσπά τρομοκρατία από την  πλευρά των Τούρκων και ανακαλούνται οι διατάξεις της Χαλέπας .
      Στα 1896 , μετά από νέες βιαιότητες των Τούρκων , οι Μεγάλες Δυνάμεις πιέζουν το Σουλτάνο που κάνει νέες παραχωρήσεις . Οι Τούρκοι δεν το δέχονται και αρχίζουν νέες δολοφονίες . Η Ελληνική κυβέρνηση , δυναμικά επεμβαίνοντας , στέλνει το πρίγκηπα  Γεώργιο με πλοία να εμποδίσει τη μεταφορά Τούρκων στρατιωτών στο νησί και το Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο με 1500 στρατιώτες , που καταλαμβάνει το νησί (1897) και κηρύσσει την ένωση με την Ελλάδα .Οι Μεγάλες Δυνάμεις αντέδρασαν και βομβαρδίζουν τις θέσεις των επαναστατών , γύρω από τα Χανιά .






Ο ήρωας Καγιαλές, όταν έσπασε το κοντάρι της σημαίας από τον κανονιοβολισμό των Μ. Δυνάμεων, γίνεται ο ίδιος ιστός και υψώνει και πάλι τη σημαία
.

Μετά από τον άτυχο Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 (Θεσσαλία) , η Ελλάδα παίρνει πίσω τις δυνάμεις της και οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγκάζουν τους Κρητικούς να δεχθούν τη λύση της αυτονομίας .Ύπατος αρμοστής (διοικητής) ορίστηκε ο πρίγκηπας  Γεώργιος .
     Η τελευταία πράξη του κρητικού δράματος είναι η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου 1898. Καθώς απόσπασμα του αγγλικού στρατού προέβαινε στην εγκατάσταση των Κρητών υπαλλήλων του φορολογικού γραφείου της πόλης, ο εξαγριωμένος τουρκικός όχλος με την υποκίνηση των ηγετών του ,προέβη σε μια απάνθρωπη σφαγή. Μαζί με τις εκατοντάδες χριστιανούς αμάχους, σκότωσαν και τους 17 Άγγλους του αποσπάσματος καθώς και τον πρόξενο της Αγγλίας Λυσίμαχο Καλοκαιρινό, ενώ έκαψαν και λεηλάτησαν καταστήματα και γραφεία. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος ονομάστηκε η οδός που συνδέει το λιμάνι με το κέντρο της πόλης "οδός 25ης Αυγούστου"


                               Η οδός 25ης Αυγούστου λίγο μετά τη σφαγή


H  ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ (1898-1913) 
ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


     Μόλις ανέλαβε  τα καθήκοντα του ο πρίγκιπας Γεώργιος κάλεσε τους Κρητικούς να υπακούνε στους νόμους για να ζήσουν ειρηνικά . Η κρητική σημαία  υψώθηκε στο φρούριο των Χανίων . Η οργάνωση και η λειτουργία της Κρητικής  Πολιτείας  ήταν ένα πολύ δύσκολο έργο . Στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε , μετά από τις εκλογές που έγιναν (1898) σύμφωνα με το πρώτο Κρητικό Σύνταγμα , συμμετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης και ο Ελευθέριος Βενιζέλος . Η κυβέρνηση προχώρησε σε κοπή κρητικού νομίσματος , στην ίδρυση τράπεζας και στην οργάνωση χωροφυλακής . Πήρε μέτρα για την εκπαίδευση και την υγεία .
     Επειδή το Σύνταγμα είχε γίνει πρόχειρα και είχε πολλές ασάφειες , ο πρίγκιπας Γεώργιος το εκμεταλλεύτηκε και συγκέντρωσε σιγά-σιγά στα χέρια του όλη την εξουσία . Ήρθε σε διαμάχη με πολλούς φιλελεύθερους ανθρώπους και τον Βενιζέλο , τον οποίο ανάγκασε να παραιτηθεί . Η διαμάχη αυτή έγινε σύγκρουση, επειδή ο μεν πόθος των Κρητικών ήταν η ένωση με την Ελλάδα , ο δε Γεώργιος επέμενε στη λύση της αυτονομίας .
    Η σύγκρουση πήρε τη μορφή ένοπλου επαναστατικού κινήματος (1905) στο χωριό Θέρισο των Χανίων . Το κύριο αίτημα των επαναστατών με αρχηγό τον Βενιζέλο ήταν η απομάκρυνση του πρίγκιπα και η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα . Το κίνημα κράτησε 8 μήνες και τερματίστηκε , όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις , μετά από διαπραγματεύσεις δέχτηκαν τους όρους των επαναστατών . Ήταν το τελευταίο σκαλί ,πριν την Ένωση .
.  
                                               
  
 Στα 1908 , παρόλο που επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση δεν είχε αναγνωρισθεί , η Ένωση ήταν γεγονός .
    Μετά  το κίνημα των αξιωματικών στο Γουδί (1909) , ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος της Αθήνας κάλεσε το Βενιζέλο να αναλάβει την πρωθυπουργία της Ελλάδας .
     Στα 1912 με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων , η Βουλή των Ελλήνων δέχτηκε τους βουλευτές της Κρήτης με εκδηλώσεις ενθουσιασμού . Η Ένωση είχε πραγματοποιηθεί . Τον Μάη του 1913 , μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου , έγινε στα Χανιά η επίσημη ανακήρυξη της ΕΝΩΣΗΣ παρουσία του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Η ελληνική σημαία κυμάτιζε πια σε κάθε σπίτι .
    Οι αγώνες του Κρητικού λαού έκαμαν το όνειρο πραγματικότητα .
                          
                                                     Φρούριο Φιρκά στα Χανιά

ΜΙΚΡΑΣΙΑ
                     Οι πρόσφυγες στο Ηράκλειο
                         Ο Προμαχώνας Βιτούρι όπου στην τάφρο διακρίνονται προσφυγικά καταλύματα

Η πρώτη μεγάλη ομάδα προσφύγων, 1.000 περίπου άτομα, αποβιβάζεται στο Ηράκλειο στις 12 Σεπτεμβρίου 1922. Μέσα στους επόμενους μήνες φτάνουν στην πόλη πάνω από 11.000 άτομα, στην πλειοψηφεία τους γυναίκες και παιδιά.
Η Κεντρική Επιτροπή Περιθάλψεως Ηρακλείου, που συγκροτείται με σκοπό την υποδοχή τους, καταβάλλει αγωνιώδεις προσπάθειες για να αντιμετωπιστούν οι τεράστιες ανάγκες. Έρανοι διεξάγονται συχνά προκειμένου να εξασφαλιστούν τρόφιμα και ρούχα, ενώ συνηθισμένες είναι οι εκκλήσεις μέσω του τύπου στα φιλάνθρωπα αισθήματα των ντόπιων. Δέκα αρτοποιεία της πόλης εργάζονται αποκλειστικά για τους πρόσφυγες, ενώ διάφορα δημόσια αλλά και ιδιωτικά κτίρια και χώροι διατίθενται για τη στέγασή τους. Σημαντική βοήθεια προσφέρουν διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις και ο αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός, ιδιαίτερα στο ζήτημα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Η παρουσία βέβαια ενός τόσο μεγάλου πλήθους εξαθλιωμένων ανθρώπων προκαλεί σε κάποιες περιπτώσεις δυσφορίες στην τοπική κοινωνία και τα ατυχή περιστατικά δε λείπουν. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες θεωρούν αρχικά ότι η εγκατάστασή τους στην πόλη είναι προσωρινό μέτρο και ότι στο άμεσο μέλλον θα μπορέσουν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Όταν με τη Συνθήκη της Λωζάνης αποφασίζεται η οριστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το όνειρο της επιστροφής σβήνει και η πλήρης ένταξη στην τοπική κοινωνία είναι πλέον για τους πρόσφυγες η ιδανική λύση.
                                                  Γλέντι Μικρασιατών στο Ατσαλένιο

Στα πλαίσια του μαθήματος της Τοπικής Ιστορίας και δεδομένου ότι η περιοχή του 32ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου που δίδασκα ήταν κυρίως προσφυγική (Νέες Κλαζομενές) ασχολήθηκα κατά το σχολικό έτος 2001-02 με το θέμα της Μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς. Μια από τις εργασίες που παραδόθηκαν και η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου στις 29 Σεπτεμβρίου 2002, ήταν της μαθήτριας Ευαγγελίας Μελίστα.



 ΤΟ  ΠΙΚΡΟΤΑΞΙΔΟ  ΤΟΥ  ΞΕΡΙΖΩΜΟΥ
    Στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου ζουν πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ανάμεσά τους ζουν δυο γεροντάκια, συγγενείς μας, ο Κώστας και η Ασπασία Λιναρδή.
    Ο μικρότερος αδερφός της γιαγιάς μου, αξιωματικός χωροφυλακής, έχει παντρευτεί τη μικρότερη κόρη τους, τη θεία Ελένη.
     Αυτές τις πασχαλινές διακοπές , ο θείος μου τους έφερε στην Αθήνα για να κάνουν ιατρικές εξετάσεις. Βρεθήκαμε στο ίδιο σπίτι. Κάθισα κοντά τους και τους ρωτούσα για τον ερχομό τους στην Ελλάδα.
_ Αχ! Παιδάκι μ' , τι να θυμηθώ πρώτα, τι ύστερα, άρχισε ο παππούλης.
    Ο πατέρας μου είχε πέντε παιδιά κι εγώ προτελευταίος. Ζούσαμ'  όλοι καλά στην Πέργαμο. Πολλοί Χριστιανοί, πολλοί Τούρκοι. Το σπίτι μας μεγάλο, πολλά καλά είχε. Με τους Τούρκους δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε, όμως μιλούσαμ'  και με τις δουλειές τα βρίσκαμε. Στο σοκάκι παίζαμ'  μαζί Τουρκόπουλα κι Ελληνόπουλα. Η μάνα μας, μας παραμάζευε μόνο να μην λέμε τίποτε και τα Τουρκάκια τα μαρτυρήσουν στο Τούρκο πατέρα τους και βρούμ'  κανα μπελά.
     Κι ύστερα ήρθε η κακιά η ώρα. Οι Τούρκοι αγρίεψαν κι ο  Χασάν που  λεγε καλημέρα στη μάνα μ' , το  κοψε όταν πέρναγε.
     Το πάνε έλα των Τούρκων στα σοκάκια πλήθαινε. Οι Χριστιανοί όταν τους αντάμωναν έσκυβαν μέχρι το χώμα και τους έκαναν ντεμενάδες. Κι αυτοί αγριοκοίταζαν και δεν έλεγαν ούτε καλημέρα. Το βραδάκι η μάνα με τη νόνα μ' , έκλειναν πόρτες και παράθυρα, μας μάντρωναν μέσα και δε μας άφηναν ούτε δυνατά να μιλήσουμε. Σκέπαζαν τα παραθύρια με χράμια και μιλούσαν σιγά σιγά. Τις έγλεπα που μιλούσαν και δεν καταλάβαινα τι έλιεγαν. Γύρα στα μεσάνυχτα έφτανε ο πατέρας μου, Μαθιό τον έλεγαν, Θεός σχωρέστον, από τα χωράφια (δεν ξέρω), μιλούσε με τη μάνα μ'  και τη νόνα μ'  κι το πρωί ξανάφευγε.
      Μία εβδομάδα πριν το χαλασμό, καθώς γυρνούσε σπίτι μας, μας είπαν  πως ο κατή-Μεχμέτ τον αντάμωσε, τσακώθηκαν και τον τρύπησε  με τη χατζάρα του. Η μάνα μ'  έκλαιγε, το ίδιο κι η νόνα μ' , κλαίγαμε κι εμείς. Δεν τον ξαναείδαμ'   τον πατέρα μ' .
      Το ψωμί λιγόστεψε στο σπίτι κι η νόνα μ'   για να μας χορτάσ'   έφτιανε κουρκούτ'   και πίναμ' . Κλειστήκαμε μέσα, δε βγαίναμ'  έξω καθόλου. Μόνο μια γειτόνισσα, η κυρά Κλείτη, ερχόταν πότε-πότε. Μίλαγε με τη μάνα και τη νόνα μ'  κι έλεγε μη χειρότερα.
    Ένα βράδ'  βράδιασε ο Θεός, κλειστήκαμε μέσα από νωρίς, κάναμε προσευχή στον Άη Γιώργη και πέσαμε στο μιντέρ'  να κοιμηθούμε. Γύρα στα μεσάνυχτα, δεν ξέρω τι ώρα νάταν, ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές φωνές, κλάματ'  , ουρλιαχτά, κατάρες, βλαστημιές, προσευχές, χτύποι σε πόρτες και παραθύρια και βοή πολλή βοή και φασαρία στο δρόμο. Κι οι δαιμόνοι να βγαίναν απ'  την κόλαση πιο λίγη φασαρία θα κάναν.
     Ξαφνικά ακούστηκε στο σπίτι μας δυνατός θόρυβος που το τράνταξε ολόκληρο κι η αυλόπορτα γρεμίστηκε με την πρώτη. Ασκέρι αγριεμένο όρμησε μέσα. Ένας Τούρκος με τη χατζάρα του έδωσε στη μάνα μ'  μια κλωτσιά και την έριξε καταής. Άρπαξε τη μάνα μ'  απ'  τα μαλλιά κι ετοιμάστηκε να τη σκοτώσει. Εμείς φοβισμένα δε μιλούσαμε, μα μόλις ο αδερφός μ'  ο Στρατής , Θεός σχωρέστον, είδ'  αυτό που είδ' μπήκε στη μέσ'  να γλιτώσ'  τη μάνα μ'  και σκοτώθηκε αυτός. Τότενες βγήκε φωνή απ'  το στόμα μας, ουρλιάξαμ'  και τρέξαμε όλοι στο κατώι.
_Μη! Όχι! Έσκουξ'  η μάνα μ'  . Θα σας χαλάσουν .
    Τότενες  ακούστηκε φωνή δυνατή .
_ Όλοι φευγάτε στη θάλασσα, στη θάλασσα!
     Η μάνα μ'  μας περιμάζεψε μέσα σε Τούρκους αγριεμένους , άγνωστους και γνωστούς, άρπαξε και το κόνισμα τ'  Αη Γιώργη κι όπως ήμαστ'  απ'  τον ύπνο χωρίς ρούχα , ξυπόλητοι, τρέχαμ'  στο δρόμο κατά πού τρεχαν οι πολλοί να γλιτώσουμε. Το Γιώργη μας που ταν μικρός τον ζαλώθηκε στην πλάτη.
     Το ξημέρωμα μας βρήκε να τρέχουμε με πολλούς. Τα παιδιά έκλαιγαν , μάνες έκλαιγαν, μοιρολόγια άκουγες, κατάρες και προσευχές έσκιζαν τον αέρα. Κι από πίσω Τούρκοι με φέσια και χατζάρες να μας κυνηγούν και να χτυπούν με το βούρδουλα.
     Τα πόδια μας μάτωναν, πάγωναν, πονούσαν, δεν τα ορίζαμ'  πιδί μ'  ,μα όλο τρέχαμ'  . Πέρα, άρρωστοι και κουρασμένοι έπεφταν στο δρόμο μα κανένας δεν τους βοήθαγε. Το μπουλούκι των προσφύγων περνούσ'  απ'  πάνω τους κι όταν έφταναν οι Τούρκοι τους κτυπούσαν με τη χαντζάρα. Γκιαούρηδες, να! Και τρέχαν να κυνηγούν τους χριστιανούς μη λακίσ'  κανένας.
     Τρία μερόνυχτα, πεινασμένοι, γυμνοί, ματωμένοι, τρέχαμ'  απελπισμένοι να σωθούμε. Χάθηκαν πολλοί. Σκοτώθηκαν και πέθαναν πολλοί. Παιδιά πέθαναν στην αγκαλιά της μάνας, μάνες έπεσαν , γιαγιάδες πέθαναν.
     Είχαμε πετρώσει. Αν ήμαστε ζωντανοί ή πεθαμένοι δεν ήξευρα. Άσε δε μπορώ να σου πω. Η μάνα μ'  ζαλωμένη το Γιώργη, όλο φώναζε: Κωστή, Ελένη, Νικόλα , εδώ μη χαθούμε. Κι εμείς βάζαμε τα δυνατά μας μη χάσουμε τη μάνα μας. Κάπου έδωσε η Παναγιά και φτάσαμε στη θάλασσα. Τα πόδια μας πονούσαν , ήταν πρησμένα, έτρεχαν αίμα, η κοιλιά μας πονούσε, είχαμε πυρετό, καίγαμ' , διψούσαμε. Ο φόβος μας είχε κόψει την πείνα, όμως θέλαμε νεράκι. Μόλις είδαμε τη θάλασσα πολλοί έπεσαν μέσα να πιουν νερό. Έτρεξα κι εγώ.
_ Μη! Ούρλιαξ'  η μάνα μ'  μ'  όση δύναμη της είχε μείνει.
    Κι εγώ φοβήθηκα κι έγειρα πίσω. Ο Γιώργης έσκουζε απ'  τη πλάτη της:Νερό, νερό. Κι η δόλια η μάνα μ' , έμπηξε τα νύχια στο στήθος της , πετάχτηκε το αίμα κι έβαλε το Γιώργη να πιει.
 _ Για να μην πεθάνεις παιδάκι μ' , είπε κι έγειρε λιπόθυμη.
    Εμείς οι τρεις φοβισμένοι κοιτούσαμ'  και δε μπορούσαμε να σκεφτούμε τίποτε. Μια γριά πέταξε με τα χέρια στη μάνα μ'  θαλασσινό νερό κι αυτή άνοιξε τα μάτια, μας κοίταξε και τα ξανάκλεισε. Η γριά μας πήρε μακριά κι εμείς θέλαμε τη μάνα μας.
_ Άστην αυτή. Έμεινε στην πατρίδα γιε μου, να μας καρτερεί να ξανάρθουμ' .
    Μια βάρκα έφτασε και μια φωνή έσκισε τον αέρα.
_ Οι πρόσφυγες να περάσουν!
     Πρόσφυγες! Τι ναι τούτο; Ρώτηςα το μυαλό μου. Δε ξέρω. Όλοι έτρεξαν στη βάρκα, μα μπήκαν λίγοι. Ανάμεσά τους ήταν κι η Ελένη μας.
_ Ελένη! Λενάκι! Φώναξα σαν τρελός . Μη φεύγεις, πάρε με μαζί σου! 
     Μα η βάρκα έφυγε μακριά μαζί με το Λενάκι. Εμείς κλαίγαμε και γλέπαμε απελπισμένοι και φοβισμένοι. Όταν χάθηκε η βάρκα απ'  τα μάτια μας, μια άλλη βάρκα ήρθε και πήρε εμένα , τη γριά, το Γιώργη και το Νικόλα.
_ Άκου γιε μου, μην κλαις, είπε η γριά. Μαρία με λιεν, εσείς να με λέτε Βάβω. Η μάνα σας μας καρτερεί να ξαναγυρίσουμε στην πατρίδα, μα μέχρι τότενες εγώ θα είμαι η ψυχομάνα σας. Ο Άη Γιώργης είναι καβαλάρης και γλήγορος και θα μας βάλει στο άλογό του να μας πάει και να μας φέρει πίσω.
    Η βάρκα ξεκίνησε, ο αέρας φυσούσε δυνατά. ΄Ημαστε  πολλοί και δύο έπεσαν στη θάλασσα. Τους είδαμε λίγο στο νερό και μετά τίποτε. Τους κατάπιε η θάλασσα. Οι μεγάλοι έκλαιγαν, τα παιδιά έκλαιγαν, πεινούσαν, διψούσαν, πονούσαν, ψένονταν στον πυρετό. Το ίδιο κι εγώ.
 _ Υπομονή γιε μου, υπομονή, έλεγε η ψυχομάνα μ' , θα μας σώσει ο Άη Γιώργης.
     Και αφού βασανιστήκαμε τρομερά άλλες τρεις μέρες, κάποτε φτάσαμε στον Πειραιά. Εκεί κάτι στρατιώτες , μας έφεραν γαλέτες και νερό και κινίνο. Μετά μας μοίρασαν στα στρατόπεδα και μας έδωσαν  κουβέρτες. Κοιμηθήκαμε κι ας ήταν πρωί, που κόντευε μεσημέρι, όμως νομίζαμε πως η γη κουνιόταν, όπως η θάλασσα.
     Ζήσαμε με τη Βάβω στο στρατόπεδο τρεις μήνες κι ύστερα μοίρασαν τα παιδιά στα ορφανοτροφεία. Ο Νικόλας που ήταν πρώτερος έμεινε με τη Βάβω κι εγώ με το Γιώργη στο ορφανοτροφείο, μαζί μ'  άλλα παιδιά από την Πέργαμο, το Αϊβαλί, τον Τσεσμέ, τα Αλάτσατα και τη Σμύρνη. Θέλαμε τους δικούς μας, κλαίγαμε κρυφά και φανερά, αρρωσταίναμε και υποφέραμ'  πολλά, τόσα πολλά που δεν μπορώ παιδί μου να σου πω.
    Τα χρόνια πέρασαν. Ο Γιώργης έπαθε τύφο και πέθανε. Εγώ πήγαινα στα καράβια και δούλευα. Κουβαλούσα τα πράγματα στους ταξιδευτές κι όταν αργότερα τα κατάφερα, έφτιαξα ένα καρότσι με παλιοσανίδες για να τα κουβαλώ πιο εύκολα. Πολύ αργότερα μπάρκαρα σε πλοίο και κάποτε βρέθηκα στην Αγία Παρασκευή στη Λέσβο. Εκεί δούλευα στα χωράφια, έκανα οικονομίες, αγόρασα ένα μικρό φορτηγό , έκανα μεταφορές και σιγά σιγά έκτισα ένα σπίτι. Έκανα περιουσία και παντρεύτηκα με την κυρ- Ασπασία, που ήταν μικρανηψιά της ψυχομάνας μου και βρέθηκε μ' άλλα κορίτσια στην Αγία Παρασκευή. Πολύ αργότερα έμαθα πως η βάρκα που πήρε το Λενάκι βούλιαξε στη θάλασσα και πήρε μαζί της στο βυθό, τους ανθρώπους και το Λενάκι μας. Τον Νικόλα τον έχασα κι όσο κι αν έψαξα με το Ερυθρό Σταυρό δεν τον βρήκα ποτέ. Δεν ξέρω αν είναι πεθαμένος ή ζωντανός. Απόχτησα τρία παιδιά. Το γιο μου τον έβγαλα Μαθιό σαν τον πατέρα μου, τη μεγάλη μου κόρη Μαρία σαν τη ψυχομάνα μου και τη μικρή Λενάκι σαν το Λενάκι που το πήρε η θάλασσα.
     Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ νύχτωνε-ξημέρωνε, την Πέργαμο σκεφτόμουνα, το σπίτι μας, τη μάνα μου, τη νόνα μου, το Γιώργη κι όλους όσους αγάπησα κι έχασα.
      Όταν ύστερα από πενήντα χρόνια άνοιξε ο δρόμος, πήρα την κυρα-Ασπασία και πήγαμ'  ταξίδι-προσκύνημα στην Πέργαμο. Η μάνα μ'  δε με καρτέραγε, ούτε κανείς απ'  όσους αγάπησα, όμως με καρτέραγε το χαλασμένο σπίτι μας που κάποτε χωρούσε όλους τους δικούς μου. Χαλάσματα μαυρισμένα από τα χρόνια και τη φωτιά πο βαλε το ασκέρι των Τούρκων τη βραδιά του ξεριζωμού. Μόνο μια γωνιά του τζακιού έστεκε μυρισμένη κι αυτή και χαλασμένη και στη θέση π'  άναβε η φωτιά μια θεόρατη συκιά είχε φυτρώσει κι απλωνόταν παντού.
     Έσκυψα, φίλησα το κομμάτι της μαυρισμένης πέτρας κι έκοψα ένα κομμάτι και το ριξα στην τσέπη μου, κλέφτης του ίδιου μου του σπιτιού. Έφυγα κλαίγοντας κι είπα στα παιδιά μου: «Όταν πεθάνω, αυτήν την πέτρα να τη βάλετε πάνω στην καρδιά μου. Είναι σαν να αναπαυτώ στη γωνίτσα μου».
     Ο παππούλης σκούπισε τα δάκρυά του με το μαντήλι κι έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό κουτάκι που μέσα είχε το κομμάτι της μαυρισμένης πέτρας.
     Τον κοιτάξαμε με δέος και σκουπίσαμε τα δικά μας δάκρυα. 





                                              Σεπτ. 1922. Μόνη διέξοδος η θάλασσα                                                                
                                                                                                       
                                                  Οι Τούρκοι καίνε τη Σμύρνη ( και όχι μόνο)
  “… Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπιστήκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί.
Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες…  Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
      Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημύρρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακρυά. “Μη φοβάστε είναι μακρυά”, μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν.
          Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. “Βοήθεια! Βοήθεια!” φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στην χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
          Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!” 

  Aυθεντική Μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη για τη σφαγή που έγινε από τα κεμαλικά στρατεύματα μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου. Η Μαρτυρία προέρχεται από το δίτομο “Έξοδος“ του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

                     Β' Παγκόσμιος πόλεμος (1940 - 1945)

             


                             Ότι απέμεινε από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς της πόλης του Ηρακλείου 1941 
            
Η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940 βάζει τέρμα στην εικοσαετία του ελληνικού μεσοπολέμου και υποχρεώνει τη χώρα να εμπλακεί στη μεγάλη παγκόσμια σύγκρουση. 


                                      Οδυσσέας Ελύτης, Αλβανικό Μέτωπο 1941


Απ' το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη

Πορεία προς το μέτωπο (28η Οκτωβρίου 1940)

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν
οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο
μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και
στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν
τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ΄ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας
τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από
τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ΄χαν λευκάνει
απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουλγάρων και Τούρκων.
Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι - πλάι, διαβαίναμε
τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε
ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ' τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε
το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που
καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και
το γρήγορο των πολυβόλων.
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.

Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά,
που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
«Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους,
κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και
στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.


Η αποτυχία της ιταλικής επίθεσης και οι ελληνικές νίκες, σε μια περίοδο που οι δυνάμεις του  Άξονα δείχνουν ανίκητες, χαιρετίζονται με μεγάλο ενθουσιασμό από τις δημοκρατικές χώρες, αλλά από την άλλη προκαλούν την επέμβαση της Γερμανίας. Στις 6 Απριλίου 1941 ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στην Ελλάδα μέσω των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, τη στιγμή που ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού πολεμά στο αλβανικό μέτωπο. Παρά την απελπισμένη αντίσταση των ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων, το μέτωπο καταρρέει και ως τα τέλη Απριλίου το σύνολο σχεδόν του ελληνικού εδάφους είναι υπό κατοχή. Έχει έρθει η ώρα της Κρήτης.
Το Μάιο του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις εξαπολύουν την επίθεσή τους εναντίον του νησιού. Η Μάχη της Κρήτης αρχίζει. Σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί πλήττουν κυρίως τα αστικά κέντρα και σημαντικό τμήμα της πόλης του Ηρακλείου καταστρέφεται από τις βόμβες. Ακολουθούν μαζικές ρίψεις αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι όχι μόνο με τα οργανωμένα στρατιωτικά σώματα, ελληνικά και βρετανικά, αλλά και με τον ντόπιο πληθυσμό. Οι μάχες διαρκούν ένα δεκαήμερο και είναι εξαιρετικά σκληρές, όμως η αεροπορική υπεροχή των επιτιθέμενων κρίνει τελικά την έκβαση του αγώνα. Αρχίζει έτσι και για την Κρήτη η δύσκολη περίοδος της γερμανοϊταλικής κατοχής. Για το Ηράκλειο η απελευθέρωση έρχεται τον Οκτώβριο του 1944, αλλά οι τελευταίοι κατακτητές αποχωρούν από το νησί μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, το Μάιο του 1945.                  

 ΜΑΧΗ ΚΡΗΤΗΣ 


Το πρωί της 20ης Μαΐου του 1941 ο ξάστερος ανοιξιάτικος ουρανός της Κρήτης μαυρίζει από εκατοντάδες σκουρόχρωμα γερμανικά αεροπλάνα, τα οποία καθώς μουγκρίζουν μοιάζουν με τέρατα της Αποκάλυψης. Η γη σείεται και αμέσως τα πρώτα κύματα των επίλεκτων γερμανικών τμημάτων αρχίζουν να πέφτουν κατά χιλιάδες, από τα αμέτρητα μεταγωγικά αεροπλάνα και ανεμόπτερα.
Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε με ανελέητο βομβαρδισμό των πόλεων και των χωριών και η  απόβαση των Γερμανών στο νησί έγινε με ρίψη αλεξιπτωτιστών.
Πεδίο μάχης και τα χωριά και οι πόλεις. Η μάχη για την κατάληψη της Κρήτης κράτησε  από τις 20 έως στις 29 του Μάη 1941.  Ο άμαχος κρητικός λαός κτυπιέται ανελέητα. Η μάχη διεξάγεται σώμα με σώμα.  Άμυνα παλλαϊκή, χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα. Ωστόσο οι γέροι, οι γυναίκες και τα παιδιά δημιουργούν έπος!
Οι απώλειες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών κατά την πρώτη ημέρα είναι απρόσμενα γι αυτούς μεγάλες. Αυτοί όμως συνεχίζουν απτόητοι τις ρίψεις. Πολλοί σκοτώνονται στον αέρα, αλλά και αυτοί που φτάνουν στο έδαφος αποδεκατίζονται από ένα άοπλο και αδάμαστο λαό, που με την ψυχή γεμάτη Ελλάδα ορμάει με τα μαυρομάνικα, τις τσουγκράνες και τα τσαπιά, πετσοκόβοντας τους σιδερόφρακτους και πάνοπλους εισβολείς.
Η άμυνα κρατάει γερά. Αλλά προς το βράδυ της πρώτης ημέρας, οι Γερμανοί πατούν πόδι στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και το κρατούν, παρά τις επιθέσεις των υπερασπιστών του νησιού. Απόπειρα των χιτλερικών να στείλουν ενισχύσεις από τη θάλασσα συντρίβεται από τον Αγγλικό στόλο, με φοβερές απώλειες για τους Γερμανούς, αλλά και τους Άγγλους που χάνουν βαριά πολεμικά σκάφη. Την επόμενη ημέρα οι ρίψεις Γερμανών αλεξιπτωτιστών συνεχίζονται με μεγαλύτερη πυκνότητα, αλλά και περισσότερες απώλειες για τους εισβολείς. Παρά τις εκατόμβες των νεκρών με τις συνεχείς ενισχύσεις που φτάνουν ακατάπαυστα, οι Γερμανοί κατορθώνουν να δημιουργήσουν και άλλα προγεφυρώματα τα οποία ενώνονται μεταξύ τους και ετοιμάζονται για γενική επίθεση. Η κατάσταση για τους αμυνόμενους είναι πλέον απελπιστική και την εβδόμη μέρα αποφασίζεται η εκκένωση της Κρήτης από το συμμαχικό στρατό.
Κυρίαρχοι καταχτητές πλέον οι υπάνθρωποι του Χίτλερ στρέφονται με λύσσα πάνω στον άμαχο πληθυσμό, για να τον τιμωρήσουν για την ηρωική του αντίσταση. Λεηλατούν, δολοφονούν, καίνε, καταστρέφουν.
Οι βαρβαρότητες εναντίον του άμαχου πληθυσμού, με συλλήψεις και ομαδικές εκτελέσεις, με στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.τ.λ, άρχισαν αμέσως με την Γερμανική κατοχή της νήσου και ως αντίποινα. Πρώτο θύμα η Κάνδανος ( 1 Ιουνίου 1941 ), ύστερα τα Ανώγεια, η Βιάννος κ.τ.λ.
     Γερμανός στρατιώτης πάνω από αναμνηστική επιγραφή που διαλαλούσε την καταστροφή του κρητικού χωριού Κάνδανος, σε αντίποινα για την αντίσταση των πολιτών του κατά τη Μάχη της   Κρήτης, 1941 (Βάσος Μαθιόπουλος)
     
                                             
                                                                Το μνημείο στην Κάντανο
                                         Το μνημείο στον Αμιρά της Βιάννου

Από την έκθεση του ζωγράφου  ΜΠΟΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ με θέμα τη Μάχη της Κρήτης








προσωπογραφία του Κώστα Κεφαλογιάννη
                                            
                                     ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ  ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΡΗΤΗΣ

Μονή Βροντησίου. Αριστερά ο Εμμανουήλ Τσικριτζής ή «Σκουρομανώλης», δίπλα ο Γεώργιος Πετράκης ή Πετρακογιώργης και τέρμα δεξιά ο Γεώργιος Καργάκης ή «Ψαρογιώργης» (αρχείο Κωνσταντίνου Ε. Μαμαλάκη, Ηράκλειο, Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, © Ε.Κ.Ι.Μ.)
Οι Κρήτες δε δαμάζονται και συνεχίζουν την ηρωική τους αντίσταση για 4 ακόμα χρόνια από τις απόκρημνες και υπερήφανες βουνοκορφές του Ψηλορείτη, της Δίκτης και των Λευκών Ορέων. Συνεχίζουν την εθνική τους αντίσταση μέχρι που η λευτεριά ξαναγυρίζει και στεφανώνει και πάλι το ηρωικό και πανέμορφο νησί - Το νησί των γενναίων.
Σημειώνεται ότι στην Κρήτη ήταν η πρώτη φορά που οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν αντίσταση από τον τοπικό πληθυσμό, δηλαδή από αστράτευτους και απόστρατους - ηλικιωμένους άνδρες, καθώς και από γυναίκες και παιδιά.
Από τις αρχές Ιουνίου 1941 δημιουργούνται πλήθος από αντιστασιακές οργανώσεις σε ολόκληρη την Κρήτη, όπως του Μανώλη Μπαντουβά στον Αγ. Σύλλα, του Πετρακογιώργη στις Καμάρες, η ομάδα του Αδάμη Κρασανάκη στη Δίκτη,  η Οργάνωση Ανωγείων, η οργάνωση του Ραφτόπουλου στη Βιάννο, η Οργάνωση του Αντ Γρηγοράκη στον Κρουσώνα, η Οργάνωση του Γ Κατσιά στα Σφακιά, η οργάνωση του Μάντακα στα Λευκά όρη, του Γιώργη Κατσιρντάκη στα Χουστουλιανά, κ.α.
Θυμίζουμε μόνο δυο από τα μεγάλα κατορθώματα της Εθνικής Αντίστασης, που όμως τα λένε όλα:
1. Απαγωγή του Γερμανού στρατιωτικού Διοικητή Κρήτης  Κράιπε (26 Απριλίου 1944) από Εγγλέζους και Κρήτες αντιστασιακούς.
Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε

Στις 21.30 της 26ης Απριλίου 1944 μια ολιγάριθμη ομάδα παραμονεύει κρυμμένη στη διασταύρωση που ενώνει τον επαρχιακό δρόμο Ηρακλείου - Καστελλίου με τις Αρχάνες. Όταν εμφανίζεται το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του Γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε δύο μέλη της ομάδας, ντυμένα με γερμανικές στολές, υποχρεώνουν το όχημα να σταματήσει δήθεν για έλεγχο. Τα υπόλοιπα μέλη κινούνται αστραπιαία, εξουδετερώνουν τον οδηγό και ακινητοποιούν το στρατηγό. Κάποια από τα μέλη της ομάδας μπαίνουν στο αυτοκίνητο με τον υψηλόβαθμο επιβάτη, ενώ οι υπόλοιποι απομακρύνονται με τα πόδια. Το αυτοκίνητο με τους απαγωγείς και το Γερμανό στρατηγό διασχίζει τους γεμάτους από κόσμο δρόμους του Ηρακλείου και απομακρύνεται, μέσω Χανιώπορτας, προς τα δυτικά.
Κινούμενη στα βουνά της Κρήτης και έχοντας πλήρη προστασία από τους αντάρτες η ομάδα κατορθώνει να διαφύγει με τορπιλάκατο στην Αίγυπτο, παίρνοντας μαζί της και το γερμανό στρατηγό. Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε είναι μια από τις πιο παράτολμες και διάσημες επιχειρήσεις ανορθόδοξου πολέμου στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου. Πρωτεργάτες είναι οι βρετανοί αξιωματικοί Πάτρικ Λη Φέρμορ και Στάνλεϊ Μος, που την υλοποίησαν χάρη στην υποστήριξη και τη συμμετοχή επίλεκτων Κρητικών.
                                      Οχτώ από τα μέλη της ομάδας της απαγωγής του Κράϊπε, 1944
                                 Ο στρατηγός Κράιπε στον Ψηλορείτη
2. Εξαναγκασμός σε παράδοση του Ιταλού στρατιωτικού διοικητή Κάρτα.(από Κρήτες αντιστασιακούς)
Ο Ιταλός Διοικητής Καρτα πριν την παράδοση του

στον Καπεταν Κρασαναδαμη
Η Εθνική Αντίσταση Κρήτης είναι ενέργεια λαϊκών ανθρώπων και όχι στρατιωτικών, αφού αφενός ο στρατός των συμμάχων μετά τη Μάχη της Κρήτης έφυγε στη Μ. Ανατολή και αφετέρου από το Νοέμβριο του 1940 η Κρήτη ήταν  αφύλακτη, χωρίς ελληνικό στρατό, χωρίς οργανωμένη άμυνα, επειδή  κατά τη κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου η  5η  Μεραρχία της Κρήτης έλειπε στο μέτωπο

Λασιθιώτικες Μαδάρες, λημέρι στη μάντρα Κρασαναδάμη (στη θέση Βιτσιλόνερο της Δίκτης): Ν. Μπαντουβάς (με σταυρό), Α. Μπουτζαλής, Μ. Αρβανιτάκης, Π. Ζωγραφιστός, Γ. Τσαντηράκης, δ. Σκουλάς, Γ. Χαιρέτης, Γ. Επιτροπάκης, Ελλη Λουλακάκη.
                                                 
                              
Ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς, ηγετική φυσιογνωμία της αντίστασης στην ανατολική Κρήτη
                                       
Ο Καπετάν Πετρακογιώργης (Γεώργιος Πετράκης), αρχηγός της αντάρτικης ομάδας Ψηλορείτης (Γ. Παναγιωτάκης )
                                          
Ο Ιωάννης Ποδιάς, ηγετικό στέλεχος του Ε.Λ.Α.Σ. Κρήτης (Γ. Παναγιωτάκης)
                       

                               
              Το ολοκαύτωμα της Βιάννου

Η περιοχή της Βιάννου είναι το καλοκαίρι του 1943 το επίκεντρο της δράσης των ανταρτών του Μανόλη Μπαντουβά. Η εξουδετέρωση ενός γερμανικού φυλακίου στις 10 Σεπτεμβρίου 1943 και η επίθεση εναντίον μιας φάλαγγας δυο μέρες αργότερα στην ίδια περιοχή αποτελούν την αφορμή για να αρχίσουν τα γερμανικά αντίποινα. Οι πράξεις αντεκδίκησης και φοβερού βανδαλισμού που ακολουθούν στις 14 Σεπτεμβρίου, έχουν ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή των χωριών της περιοχής, την εκτέλεση εκατοντάδων αμάχων και τη σύλληψη ομήρων.

                                             
                                     
Τρία ορφανά πάνω από τον τάφο του πατέρα τους, στα Αμυρά της Βιάννου


                            Στο δρόμο για τα καταναγκαστικά έργα στο Καστέλι Πεδιάδος, 1941 - 1944
 Παιδιά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής στην Κρήτη, 1941 - 1944 (Γερμανός φωτογράφος, συλ. Θεοφάνη Κοκκινάκη, Καστέλι, Καλογεράκης Γιώργης)




Οι 62 μάρτυρες

Την Τετάρτη 3 Ιουνίου 1942 οι γερμανικές αρχές κατοχής, ως αντίποινα σε αντιστασιακές ενέργειες, εκτελούν στη θέση «Ξεροπόταμος» δυτικά της πόλης 12 πολίτες. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο πρώην δήμαρχος Ηρακλείου Μηνάς Γ. Γεωργιάδης και τα αδέλφια του Τίτος και Εμμανουήλ.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 14 του ίδιου μήνα, στην ίδια θέση εκτελούνται ομαδικά 50 ακόμη άτομα ως αντίποινα για σαμποτάζ που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη νύχτα στο αεροδρόμιο. Έτσι ο αριθμός των εκτελεσθέντων ανέρχεται συνολικά στους 62.
                           
  
                                                   Μηνάς Γεωργιάδης, 1897 - 1942
                                 

                     Η απελευθέρωση

Από το Σεπτέμβριο του 1944 οι Γερμανοϊταλικές δυνάμεις αρχίζουν να αποχωρούν από τα ανατολικά τμήματα του νησιού. Στις 11 Οκτωβρίου έρχεται η πολυπόθητη μέρα της απελευθέρωσης για την πόλη του Ηρακλείου. Η ατμόσφαιρα στην πόλη είναι γεμάτη ένταση, καθώς οι τελευταίοι Γερμανοί αποχωρούν κάτω από τις αποδοκιμασίες του συγκεντρωμένου πλήθους και των ανταρτών, που εισέρχονται στην πόλη. Μόλις, όμως, η γερμανική οπισθοφυλακή, με τη συνοδεία αξιωματικών του συμμαχικού στρατού, διασχίζει τη Χανιώπορτα και απομακρύνεται, όλοι οι συγκεντρωμένοι ξεσπούν σε ζητωκραυγές και τραγούδια.
                      Η Βίλλα Αριάδνη όπου υπογράφτηκε η συνθήκη για την απελευθέρωση της Κρήτης
                           Αντάρτες την ημέρα απελευθέρωσης της πόλης, 11 Οκτωβρίου 1944, 1944

Τα γερμανικά στρατεύματα από όλα τα σημεία του νησιού συγκεντρώνονται στην περιοχή γύρω από την πόλη των Χανίων. Οι συμμαχικές δυνάμεις και οι αντάρτες αποφεύγουν να τους επιτεθούν για να μην προκαλέσουν επιπλέον καταστροφές στο πολύπαθο νησί. Εκεί παραμένουν οι Γερμανοί οχυρωμένοι ως την οριστική συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου του 1945.
                                             
Αναμνηστικό μετάλλιο Εθνικής Αντίστασης 
               
               Δοξολογία για την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων έξω από τον Άγιο Μηνά
        
                         
Αγ. Γεώργιος Λασιθίου: Ο καπετάν Μπαντουβάς (στη μέση), Καπετάν Κρασαναδάμης και  καπετάν Γιώργης Ι Κρασανάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου