Γλώσσα ελληνική - Κρητική διάλεκτος

της Ευαγγελίας Πετρουγάκη
Φιλλολόγου


Η Ελληνική γλώσσα μιλιέται στην Κρήτη μετά την κάθοδο των Αχαιών (περίπου μετά το 1450 π.Χ.). Ποια γλώσσα μιλούσαν κατά την μινωική εποχή δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό, αφού δεν έχουν διαβαστεί ακόμη τα σωζόμενα γραπτά μνημεία. Ο Όμηρος μας πληροφορεί (στο τ της Οδύσσειας) πως στην Κρήτη κατοικούσαν Ετεόκρητες, Πελασγοί και Κύδωνες, Αχαιοί και Δωριείς. Ετεόκρητες ονομάζονταν οι γηγενείς κάτοικοι του Νησιού, οι Μινωίτες, οι οποίοι μετά την κάθοδο των Δωριέων κατέφυγαν και περιορίστηκαν στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Στην αρχαία πόλη Πραισό που βρισκόταν στην περιοχή της Σητείας έχουν βρεθεί επιγραφές γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες σε μια γλώσσα που οι ειδικοί ονομάζουν ετεοκρητική και πιθανόν να είναι ένα προελληνικό κρητικό ιδίωμα. Από τότε λοιπόν αφού έμεναν στο νησί πέντε διαφορετικά φύλα, τα ελληνικά της Κρήτης θα είχαν διάφορους ιδιωματισμούς ποικίλης προέλευσης. Εξ'  άλλου ο Όμηρος χαρακτηρίζει τη γλώσσα που μιλιέται στο νησί «μεμιγμένη».
Με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε η δωρική διάλεκτος, η λεγόμενη «αυστηρά δωρική». Σ'  αυτήν είναι γραμμένη η επιγραφή της Γόρτυνας (5ος αιώνας π.Χ.). Η διάλεκτος αυτή μιλιόταν στην Κρήτη μέχρι τους πρώτους αιώνες μ.Χ., μέχρι δηλαδή της επικράτηση της αλεξανδρινής ή ελληνιστικής κοινής.
Μέχρι το 14ο αιώνα μ.Χ. δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία ώστε να ξέρουμε πως μιλούσαν οι Κρητικοί μετά της επικράτηση της ελληνιστικής κοινής. Αλλά οι δωρισμοί και τα αρχαϊκά λεξιλογικά στοιχεία, στα τοπωνύμια κυρίως, αποδεικνύουν πως η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται στο νησί..
Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας έχομε γραπτά κείμενα από τις αρχές του 14ου αιώνα. Τα κυριότερα λογοτεχνικά κείμενα σε κρητική διάλεκτο είναι, όπως είναι γνωστό, τα έργα της «Κρητικής σχολής» των δυο τελευταίων αιώνων της ενετοκρατίας. Στην ιστορία της νεοελληνικής διαλεκτολογίας η Κρήτη κατέχει ιδιαίτερη θέση, η οποία οφείλεται όχι τόσο στη φύση της διαλέκτου της και των γλωσσικών χαρακτηριστικών, αλλά κυρίως στη σχέση της με τη λογοτεχνία. Κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα, περίοδο που είναι γνωστή και ως «Κρητική Αναγέννηση» η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας έπαιξε το ρόλο μιας κρητικής κοινής γλώσσας, σχετικά με τα κρητικά ιδιώματα. Η Κρήτη δηλαδή κατά τον Α. Μirambel δημιούργησε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νεοελληνική κοινή αλλά και η λογοτεχνία του σύγχρονου ελληνισμού οφείλει πολλά.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας μπορούμε να παρακολουθήσομε την εξέλιξη της διαλέκτου κυρίως από τα δημοτικά τραγούδια (μαντινάδες, ριζίτικα, ρίμες κ.τ.λ.) και από κάποια δικαιοπρακτικά έγγραφα.
Η κρητική διάλεκτος κατά την άποψη όλων των διακεκριμένων επιστημόνων, οι οποίοι τη μελετούν συστηματικά, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες τοπικές μορφές της γλώσσας μας, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία στο λεξιλόγιο, στη μορφολογία και στη σύνταξη. Ο συντηρητικός της χαρακτήρας συνετέλεσε ώστε να διατηρηθούν παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας (κλασική, Βυζαντινή) γι΄ αυτό η γνώση της κρητικής διαλέκτου βοηθά πολλές φορές στη επίλυση διαφόρων προβλημάτων ετυμολογικών κ.ά. της κοινής νεοελληνικής.
Μάλιστα όπως υποστηρίζουν νεώτεροι μελετητές πολλές λέξεις των ομηρικών επών που δεν μαρτυρούνται στην αττική πεζογραφία, επιβίωσαν στις ελληνικές διαλέκτους. Μια απ'  αυτές είναι και η κρητική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λέξη αλισάχνη, η οποία στην κρητική διάλεκτο σημαίνει το λεπτό αλάτι που μένει στα κοιλώματα των βράχων της παραλίας, όταν εξατμιζόταν το θαλασσινό νερό, αλλά και το πολύ αλμυρό π.χ. πολύ αλάτσι ήβαλες στο φαΐ κι εγίνηκε αλισάχνη. Η λέξη προέρχεται από το αλός άχνη ( = αφρός της θάλασσας) και απαντά στην Οδύσσεια (ε 403) «είλυτο δε πανθ'  άλός άχνη» και στην Ιλιάδα(Δ 426) «Ως δ΄ ότε κύμα θαλάσσης, μεγάλα βρέμει, αμφί δε τ`άκρας κυρτόν εόν κορυφούται, αποπτύει δ'  αλός άχνην»
Έτσι και η λέξη πέζα διασώθηκε στις νεοελληνικές διαλέκτους, ενώ δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, που την συναντούμε στο Ω 272 της Ιλιάδας «πέζη επί πρώτη» και στα σύνθετα αργυρόπεζα (επίθετο της Θέτιδας) κυανόπεζα (επίθετο τραπεζιού).
Το απλό πέζα (ομόριζο του ποδ-) δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, ενώ επιβιώνει στην Κρήτη και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. Στην κρητική διάλεκτο η λέξη πέζα σημαίνει τον απόκρημνο βράχο των βουνών, κάτι σα σκαλοπάτι στο γκρεμό, όπου κατεβαίνουν οι αίγες, για να βοσκήσουν. «εκατέβηκε η αίγα στην πέζα να φάει χόρτα και δε μπορεί να ξαναβγεί». Στην κοινή νεοελληνική επιβιώνει με τα παράγωγα πεζούλα, πεζούλι, πεζουλάκι.
Πέρα όμως από τις ομηρικές λέξεις που είναι σπανιότερες ένα τεράστιο πλήθος λέξεων έρχονται κατ'  ευθείαν από τα αρχαία ή τα μεταγενέστερα βυζαντινά ελληνικά. Συστηματική καταγραφή τους δεν έχει γίνει ακόμη και δυστυχώς πολλές απ΄ αυτές χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές.
Το ρήμα παίζω (από το αρχ. παίω = κτυπώ) διατηρεί την ίδια σημασία.
Ήπαιξέ ντου ένα σκαμπίλι μα τού  βγαινε». Αλλά και «παίζει τη γ-καμπάνα» ή «παίζει του λαγού».
Το ρήμα ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι) και θαμάζομαι, το οποίο μάλιστα διατηρεί τη σημασία του απορώ, εκπλήσσομαι, όπως φαίνεται καθαρά στα τραγούδια και τις μαντινάδες της Κρήτης.
«Πως ρέγομαι να σε θωρώ τσι ράπες φορτωμένη
να `σαι του ήλιου κόκκινη και του φιλιού γραμμένη»
«Θαμάζομαι η μάνα σου πώς δε μ-πετά στα νέφη
τέθοιο σγουρό βασιλικό απού `χει κι ανεθρέφει».
«Λουλούδι σ'  είχα στη γ-καρδιά και γίνηκες αγκάθι
κι ο κόσμος το θαμάζεται η αγάπη πώς εχάθη».

Ανεστορούμαι και ανεστορίζω που σημαίνει θυμούμαι και διηγούμαι (από το αρχ. ανιστορέω). « Όντε δα σ'  ανεστορηθώ α γεύγομαι σκολάζω κι αν είμαι και με συντροφιά κλαίω κι αναστενάζω». Πολλές φορές άκουγα από τη γιαγιά αλλά και από τη μητέρα μου τη φράση «εσάβαξε το σπίτι», δηλαδή σείστηκε το σπίτι. Δε μπορούσα όμως να ξέρω τότε ότι επρόκειτο για το αρχαίο ρήμα σαβάζω το σχετικό με τη λατρεία του Βάκχου, ο οποίος στη Φρυγία της Μ. Ασίας λεγόταν Σαβάζιος. Ίσως από τη θορυβώδη αυτή λατρεία το ρήμα κατέληξε να σημαίνει προξενώ μεγάλο θόρυβο, σείομαι και μετακινούμαι. «Όλη νύχτα εκοιμούντανε και δεν εσάβαξε» (δε σάλεψε καθόλου). Η αρχ. ελληνική λέξη όμβρος έγινε ομπρά και το ομβρέω, ομπριώ. «Εγόρασα ένα θραψανιώτικο σταμνί απού κρατεί το νερό κρυγιό μα ομπρεί», (δηλαδή δεν είναι στεγανό, βγάζει νερό από την εξωτερική επιφάνειά του). Η δρόσος επιβιώνει στην κρητική διάλεκτο αλλά με τη σημασία επιθέτου και μόνο στην ονομαστική. «Ήκοψα δυο απίδια και τά  φαγα κι ήτονε δρόσος» (πολύ δροσερά). Λέγεται και δροσά με τη σημασία επιρρήματος «Όλη μέρα δεν ήβαλα στο στόμα μου δροσά» (δεν έφαγα τίποτα). Απαντάται όμως και σε πολλά άλλα παράγωγα και σύνθετα . π.χ. Δροσούλα, δροσερεύγω (δροσίζομαι), δροσάπιδο, δροσοκοκαλιάζω (δροσίζομαι ως το κόκαλο), δροσοποτά (ως απρόσωπο ρήμα, σημαίνει πως το μέρος είναι δροσερό). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το δροσερικό (το δροσερό φρούτο, κυρίως το αγγούρι). «Έλα μπρε να σου δώσω ένα δροσερικό απού το `κοψα ίδια εδά απ΄το περβόλι». Αλλά και μεταφορικά η δροσοπεζούλα σημαίνει το καθησιό, τα ην ξάπλα, όπως φαίνεται από τη λαϊκή ρήση «όποιος τον ύπνο αγαπά και τη δροσοπεζούλα, πολλά καλά λιγώνεται η γι-έρημή ντου γούλα». Πρόσφατα, σε μια επίσκεψή μου στο χωριό Γκαγκάλες, άκουσα μια ηλικιωμένη γυναίκα να χρησιμοποιεί το αρχαίο ρήμα συνεικάζω, που σημαίνει συγκρίνω. «Εγώ τον ε-συνείκασα και μου φάνηκε πως είναι απού το σόι μας» μου είπε. Θα αναφερθώ ακόμη στη λέξη πουργός ή προυγός και προυγεύγω. Που να φανταστεί κανείς πως ο ταπεινός πουργός, δηλαδή ο βοηθός του χτίστη που μετέφερε λάσπη και άλλα υλικά, έχει σχέση με τον υπουργό; Κι όμως αυτή είναι η πρώτη σημασία της λέξης στην αρχ. ελληνική. Ο αρχαίος υπουργός ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός κάποιου. Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αι. π.Χ.) αναφερόμενος στον κολοσσό της Ρόδου, λέει «Πτολεμαίος επηγγείλατο,  εις την του κολοσσού κατασκευήν τάλαντα τρισχίλια, οικοδόμους εκατόν, υπουργούς τριακοσίους και πεντήκοντα». Τη λέξη διασώζει στα «Δίφορά» του ο αείμνηστος Κ. Φραγκούλης.
«Μιαν εκκλησάν εχτίζανε σ΄ένα περιθαλάσσι
μα αποβραδίς τελεύγουν τη και το πρωί χαλούσε.
Χλίβεται ο πρωτομάστορας χλίβουνται κι οι μαστόροι
κι απορημένοι στέκουνται πουργοί και πετροκόποι»

Επίσης αντί των κοινών κατσίκα, κρεβάτι, λάσπες, οι κρητικοί διατήρησαν τα αρχαϊκά: αίγα, κλίνη, πηλά. Αλλά και στη σύνταξη διατηρήθηκαν πολλά από τα γνωρίσματα της αρχ. ελληνικής, όπως π.χ. η αντίστροφη θέση της αντωνυμίας ως προς το ρήμα. Ήφερά σου, παρακαλώ σε, λέω σου ( αντί σου έφερα, σε παρακαλώ κ.τ.λ.). Όπως διαπιστώνουμε λοιπόν, η κρητική διάλεκτος, εκτός από τον πλούτο του λεξιλογίου, την πολυσημία των λέξεων, τον εκπληκτικό αριθμό των συνωνύμων, διατηρεί και την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της ελληνικής και συγκεκριμένα στη μεταγενέστερη φάση της ελληνιστικής και στη βυζαντινή. Αποτελεί επομένως ένα κρίκο ανάμεσα στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας και στις παλαιότερες εκείνες μορφές της. Όμως εκτός από τους ειδικούς επιστήμονες, για τους οποίους η μελέτη της είναι πολύ χρήσιμη, πρέπει και μεις και κυρίως οι νεότεροι, όποτε μπορούμε, να την μελετούμε γιατί αποτελεί σημαντικότατο μέρος της παράδοσής μας.

ΛΕΞΙΚΟ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

Η λέξη
Σημαίνει
(α)βαρεσά
τεμπελιά, οκνηρία
αβατζέρνω
πλεονάζω, περισσεύω
(α)βιζέρνω
εφιστώ τη προσοχή καποιου, ειδοποιώ
αφορδακός
βάτραχος
αμπώθω
σπρώχνω
αγαπητερά
με αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά
αγαπητερός
αυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός
αγλάκι
τρέξιμο
αγγελοσκιάζομαι
σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνήματα του θανάτου μου
άγγουρος
νεαρός, νέος
αγγουροφαίνεται
μου κακοφαίνεται
αγριγιεύγω
γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
αγιάγερτος
αγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα
ανάπλα
κουβέρτα
ανεβαστώ
ανασηκώνω
ανετρανίζω
αποκτώ πάλι τις δυνάμεις μου
ανεστορούμαι
θυμούμαι και διηγούμαι
ανεβόλεμα
ανηφόρα
αγκανάρηση
αγανάκτηση, εξόργιση
(α)γκανίζω
γκαρίζω, φωνάζω δυνατά
αγκίνιαστος
άθικτος, αχρησιμοποίητος
αγγίνιο                    
καινούριο
αντέτι
 συνήθεια
αγριοξανοίγω
αγριοκοιτάζω
αργουλίδα
η άγρια ελιά που δεν έχει εμβολιασθεί
αδέλοιπος
αποδέλοιπος, υπόλοιπος
αντίντερο
αντίδωρο
αδιάρμιστος
ακατάστατος , αταχτοποίητος
ανύχι
νύχι (μτφ.το κομμάτι)
αδικοθανατίζω
βρίσκω κακό και άδικο θάνατο
αντόδια
δόντια
αδυναμίζω
χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι σωματικά
αελιά
αγελάδα
αερινίζει
αρχίζει να πνέει δροσερός αέρας
απάκι
καπνιστό χοιρινό κομμάτι
απανωπρούκια
προίκα πέρα της κανονικής
αθάλη
θερμή στάχτη
άθαφος
άταφος
αθιβολή
κουβέντα, συζήτηση
αθός
ανθός
άθος
στάχτη
αμπλά
αδερφή
αίγα
η γίδα
άρκαλος
ο ασβός
ακούω (άρωμα)
μτφ. μυρίζω
ακρημιά
ακρινή
αλάργο
μακρυά (από κάτι - κάποιον)
αλαργοξορίζω
στέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά
αμαθιά (αμάτι)
ματιά (μάτι)
αμοναχός
μόνος
αναλέγω
μαζεύω
ανεμαζώνομαι
ησυχάζω, ηρεμώ, γυρίζω στα παλιά
ανεστορούμαι
θυμάμαι
ανεδιάζω
βγαίνω σε ξάγναντο 
ανιμένω
περιμένω
ανυφαντήρι
υφαντό
αξογύρου
στο κατόπι-παίρνω κάποιον απο πίσω
απείς
αφού
απλάτανος
ο πλάτανος
απλωτός
απλώστρα
αποδιαφωτά
ξημερώνει
αποκαμαρώνω
καμαρώνω
απύρι
θειάφι
άρκαλος
ασβός
αρμηνεύω
λέω, στέλνω μήνυμα
ασάλευτος
ακίνητος , ακούνητος
αργατινή
η βραδιά
ασκιανός
ίσκιος
αρισμαρί
το δεντρολίβανο
ασπάλαθος
αγκαθωτό φυτό που υπάρχει στην Κρήτη
αστιβίδα
θάμνος αγκαθωτός
αφουγκράζομαι
ακούω
αχός
θόρυβος
βαβαλίζω
 φροντίζω, καλοπιάνω
βάρηκε
χτύπησε
βαροπρουκισμένη
νύφη με ιδιαίτερα μεγάλη προίκα
βαταλαλώ
θορυβώ άσκοπα σε χαμηλό τόνο
βιόλα
χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κόκκινα λουλούδια (παπαρούνα - γαρύφαλλο)
βαρεμένη
η έγγυος
βουτσές
οι ακαθαρσίες των βοδιών
βρίχνω
βρίσκω
βολά
φορά
γειαίνω ή γιάνω
βρίσκω την υγεία μου
γιαγιέρνω
επιστρέφω
γιάντα
γιατί
γιδάρης
βοσκός σε γίδες
γλακώ
τρέχω
γλεντοκόπισμα
το έντονο (δυνατό - άγριο) γλέντι
γομάρι
φορτίο
γράδες
οι γριές
γρα
η γριά
γρόθος
η γροθιά, μτφ. (βρισιά) αυτός που είναι για γροθιές, ο βλάκας
γροικώ
νιώθω, δίνω προσοχή, ακούω
γραντίζω
βρίσκω τον μπελά μου
 γροικώ
 ακούω
γυρού γυρού
κυκλική συναγωγή
δάμακας
ο μικρός γκρεμός σε σχετικά ομαλά εδάφη
δείλι
το δειλινό
δεμαθιά
δεμάτι
διάβα
πέρασμα
διακονιάρης
ζητιάνος
διαρμίζομαι
καθαρίζω, τακτοποιώ
δίφορος
αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο
 δίμουρος
διπρόσωπος
δικολογιά
συγγενολόι
εκειαμέ
όχι δα
έκειε
εκεί
εκουζουλάθηκα
τρελάθηκα
εδάκαρα
άρχισα
εργώ
κρυώνω
έξε
έξι
επαέ
εδώ
επόχτισα
τελείωσα το χτίσιμο
ερέχτηκα
θαύμασα
εσάσαμε
εφτιάξαμε
έτζοις
νάτους
ετουλόγου σου
εσύ
ετουτανά
αυτά
ετσά
έτσι
έτσαναι
έτσι είναι
ζα(ωζα)
τα ζώα
ζάλα
βήματα
ζούμπερα
τα οικόσιτα ζώα
ήφυγε
έφυγε
φταρμίζω
ματιάζω
φταρμός
βασκανία, μάτιασμα
θαρρεύγομαι
εμπιστεύομαι
θέτω
ξαπλώνω
θρινάκι
εργαλείο για το χωρισμό του άχυρου από τον καρπό στο αλώνι
θωρώ
βλέπω
θρουλί
κομματάκι, ψίχουλο
ιδώ
δω - βλέπω
ίντα
τί (χρησιμοποιείται για ερώτηση)
καβαλίνα
η ακαθαρσία γαϊδουριού ή αλόγου
καβρός
ο κάβουρας
καερέτι
βοήθεια
καζάς
μπελάς
καλλιά
καλύτερα
καλίκωση
υποδήματα, παπούτσια
κατακεφαλίδι
δυνατή ξυλιά στο κεφάλι
κατέ(χ)ω
ξέρω, γνωρίζω
κάτης
ο γάτος
κατσούνα
μπαστούνι βοσκού 
κατσά-κατσά
κρυφά
κατσουκανιά
αταξία, απάτη
κατσούλα
η γάτα
καψάλι
(γίνομαι καψάλι) καίγομαι
καψώνομαι
ξεσταίνομαι
κειοσάς
εκείνος
κίντα
και τι
 καφάς
 σβέρκο
καρτσόνι
κάλτσα
κλουθώ
ακολουθώ
 κουκοσάλιο
 χιονόνερο
κονάκι
σπίτι  
κοντό
περίπου
κοντό
άραγε
κόπιασε
πρόσκληση στο σπίτι
κουζουλάδα
τρέλλα, χαζομάρα
κουζουλός
τρελλός
κουκουβίζω
κάθομαι με διπλωμένα πόδια
κουλαντρίζω
καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα
κούμος
μικρό κτίσμα στο βουνο που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να βάλει 1-2 ζώα
κουλουμούντρα
τούμπα
κουλούκι
σκυλάκι
κριγιός
κριός 
(να) κρεπάρει
να εκραγεί
κρούβγω
πνίγω

κρυγιότι

το κρύο, κρύος καιρός (κάνει κρύο)
κρυγιός
κρύος, παγωμένος
κουράδι
το κοπάδι
κολώ
βράω, δέρνω
 κοπέλι
 παιδί
 κωλόπανα
 μωρουδιακά ρουχαλάκια
λάτρα
καθαριότητα, δουλειές του σπιτιού
λιοπύρι
ημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία
λιόχεντρα
οχιά
λογιέμαι
περνιέμαι, περνάω για...
λογοφέρνω
φιλονικώ
λούσα
πολυτελή ρούχα και κοσμήματα
μαθιά
ματιά
μαϊνάρω
ησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω
μαλάθρακας
μεγάλο σπυρί
μάλαμα
χρυσός
μάνι-μάνι
γρήγορα
μαρακλής
αυτός που έχει μεράκι(α) - αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται
μαγαρισά
βρωμιά
μελίτακας
μυρμήγκι



μεϊντάνι

πλατεία,αγορά
μερακλίκι
το μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω
μεσεδόκι
χοντρός κορμός που στήριζε στέγες ή οντάδες
μιαολιά
λίγο
μικιός
μικρός
μισεύγω
φεύγω
μιτάτο
κτίσμα στο βουνό στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες
μολαρητός
ελεύθερος, αυτός που δεν είναι δεμένος
μολάρω
αφήνω
μονιάζω
συμφιλιώνω
μονομερίζω

συγκεντρώνω σε ένα μέρος
μονοπαντώ
συγκεντρώνω σε ένα μέρος
 μολέρνω
 φεύγω τρέχοντας
μουζούρι
παλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες)
μουσταρά
μαστάρι.βυζί κατσίκας
μουχλιάζει
βραδυάζει
μουζώνω
μουντζουρώνω με καπνιά

μπάντα

πλευρά, περιοχή
μπαξές
περιβόλι, κήπος

μπαλω(θ-τ)ιά

πυροβολισμός
μπέτης 
το στήθος
μπλιό
πλέον
μπούκα
στόμα
μπουνταλάς
βλάκας, χαζός
μπουργιά έχω
έχω τα νεύρα μου
μπουρμάς
ο εξωμότης
 νάμι
 ξακουστό όνομα
νέικη
νέα
(α)νέφαλο
σύννεφο
νογώ
σκέφτομαι, καταλαβαίνω
 νοθιάς
νοτιάς
νταγιαντώ
αντέχω
ντακέρνω ή δακέρνω
ξεκινώ
ντάκος
παξιμάδι
ντελόγο
αμέσως
 ντιρμπάζα
 ατίθαση
ντόδια
δόντια
ντουνιάς
ο κόσμος, ο λαός
ντουχιουντίζω
σκέφτομαι
ξα σου
εσύ ότι πεις
ξαμώνω
σκοπεύω (σημαδεύω)
ξανοίγω
κοιτάζω, θωρώ

ξεκορφίζω
 περνώ την κορυφή κάποιου άλλου
ξεκορφίζω
βγαίνω στην κορυφή ενός υψώματος
ξεπατώνομαι
ξεριζώνομαι
ξυφαίνω
υφαίνω
ξωμένω
διανυκτερεύω
ξεγιβεντίζω
ατιμάζω
 ξεπαραλώ
 ξηλώνω
 ξελαφάσω
ο(υ)λιά
 ξεκουράζομαι για λίγο
στιγμή, μικρό κομμάτι
όντε
όταν
όξω
έξω, εκτός
όρνιθα
η κότα
όσαμε
μέχρι
οστοσανά
τόσα
οφτό
ψητό στα κάρβουνα
οψάργας
εχθές το βράδυ
οψές 
εχθές
οψές ταχιά
εχθές το πρωί
παέ-πέρα
εδώ πέρα
 παραβαρώ
 πειράζω, ενοχλώ
παντέρμος
παντέρημος
παντίδει
(δεν παντίδει) δεν έρχεται, δεν είναι εύκολο
παπούλες
είδος όσπρια
παραμερώ
βάζω παράμερα, παραμερίζω
 παράωρος
 ανάπηρος
πατούλια
ομάδα
παρασύρα
σκούπα
περαματίζω
όρος της υφαντικής
παινιέται
παινεύεται
ποβγάνω
βγάζω έξω, διώχνω
ποδίδω
καταντώ
ποκρεμούμαι
αποκρεμιέμαι
πορευτής
αυτός που περνάει περαστικός
πορίζω
περνάω, βγαίνω έξω, φεύγω
πορπατώ
περπατώ
πούλαρος
πουλάρι αρσενικό
πράμα
τίποτα
πρεπίζω
ταιριάζω, το φέρνω στα μέτρα μου
πριχού
πριν, προτού
προβατάρης
βοσκός σε πρόβατα
πυρώνω
ζεσταίνω
ριζιμιό
ριζωμένο (π.χ. ριζιμιό χαράκι - ριζωμένος βράχος)
ρόβι
όσπριο που η χρησιμοποιούταν για τροφή σε βόδια
 ραέτι
 κέρασμα
ροζωνάρω
κουβεντιάζω
σάζω
φτιάχνω
σαμιά
χαρακτηριστικό σημάδι για να γνωρίζεται ένα ζώο
σαμώνω
η εργασία που κάνω για τη σαμιά
σανίδι
μια σειρά αυλάκια στο περιβόλι
σάχνω
φτιάχνω
σεβντάς
ερωτικός καϋμός
σειρώνω
σουρώνω υγρά
σεφέρι
χρονική φάση - εποχή
σιγούρλιο (με το ..)
παρηγοριά, (με το μαλακό)
σιμώνω
πλησιάζω
σκάρα
γυπαετός
σκλόπα
κουκουβάγια
σκρόφα
γουρούνα
στένω
στέκομαι
στιβάνια
μπότες
συβάζομαι
πείθομαι
σφακολούλουδο
ο ανθός της πικροδάφνης
σφαλίζω
κλειδώνω, ασφαλίζω
σώπατο
πεδινό μέρος
σωρά
ο σωρός
ταβλί
τάβλα, κομμάτι ξύλου
ταγή
η βρώμη
τσαλίμι
φιγούρα
τάξε πως
σάμπως
ταχινή
το πρωί
τερτίπι
καμωματιά, κόλπο
τζαναμπέτης
ο καταφερτζής
τουτουνέ
αυτό
τουτοσές
αυτός, ετούτος
 τραβάγια
 φασαρία
 τσάρουκας
 λαιμός
τσιγκλώ
πειράζω, ενοχλώ
τσιλιό
ευκοίλια
τσινιά
κλωτσιά
τσίπα
μεμβράνη που σχηματίζει το φρέσκο γάλα στην επιφάνειά του
φαίνω
υφαίνω
φανταξά
φάντασμα
φάλι
ομφαλός
φιλεύω
κερνάω
φιλιά
φιλία
φιλιότσα(-ος)
το βαπτιστίρι
φιντάνι
βλαστάρι
φλέμονας
πνεύμονας
φορούμαι
θεωρώ
 φαμέγιος
 υπηρέτης
φωλεύγω
κάνω φωλιά
χάβδαλο
το τελείως ξερό 
χαβεσιλίκι
πόθος επιθυμία , πάθος
χαβρίζω
φωνάζω πολύ δυνατά ή δεν κάνω τίποτα
χάζι
διασκέδαση (από θέαμα ή πράξη)
χαζιρεύγω
ετοιμάζω
χαζίρικα
έτοιμα
 χαέρι
το τυχερό 
χαϊνης
αντάρτης
χαιράμενος
χαρούμενος




χάλαβρο
χάλασμα
χαλακατέβας
αδέξιος , ανεπιτείδιος
χαλασάς (ο)
τόπος με χαλάσματα ή τόπος με χαλασμένες πέτρες
χαλέπα
περιοχή με πετρώδες και ίσιο έδαφος
χαλίσικος
γνήσιος , άδολος , ανόθευτος
χάμαι
κάτω, καταγής
χαντώ
νομίζω , πιστεύω


χαράκι
μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος
χαραμπατεμένο
χέρσο ( αυτό που δεν καλλιεργείται πια)
χαρκιάς
σιδηρουργός
χαρκιδειό
σιδηρουργείο
χαροκοπώ
γλεντώ διακεδάζω
χαρχαλεύω
ανακατώνω διάφορα πράγματα με θόρυβο
χαχαλιά
χούφτα
χαχαλόβεργα
διχαλόβεργα


χεϊτάνης
διάβολος
χούγια
ιδιοτροπίες
χούι
συνήθεια
 χούρδος
 ακατάστατος
χούμελι
γλυκό υγρό που έβγαινει από το βράσιμο της κερήθρας
χουρχούδα
μαγκούρα , ρόπαλο
χουφθιά
χούφτα
 χωρατό
 αστείο
χοχλιός 
σαλιγκάρι
χτήμα
κτήμα (αλλά και το γαϊδούρι)
χυνοβολώ
ορμώ
χυταρίζω
κατηφορίζω
χώνω
κρύβω
χωσμένος
κρυμμένος
ψαθούρι
χαμόστρωμα
ψακώνω
πικραίνω, δηλητηριάζω
ψαλάσσω
τσιμπολογώ
ψαλιμουδίζω
σιγομουρμουρίζω
ψαργάτινος
χθεσινοβράδυνος


ψεγαδιάστρα
η κουτσομπόλα γυναίκα
ψέγος
ψεγάδι , ελλάτωμα , ατέλεια
ψεσινός
χθεσινός
ψήμα
ψήσιμο
ψήφος
εκτίμηση
ψακί
πικρό, αλλά και δηλητήριο
ψίκι
ακολουθία , πομπή γάμου
ψιμάρνι
όψιμο αρνί
ψιμιδευτός
στολισμένος
ψιμοκαιριάζω
αδυνατίζω
ψιμύθια
στολίδια σε κέντημα ή υφαντό
ψιχαλίδα
ψιλή βροχή , ψιχάλα
ψόμα
ψέμα
ψόμματα
ψέμματα
ψομματάρης
μεγάλος ψεύτης
ψύγομαι
μαραίνομαι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου