Νανουρίσματα και παλιά τραγουδάκια

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ

1.  Νάνι, νάνι το μικρό μου
     νάνι, νάνι το χρυσό μου
     νάνι, νάνι το κουκλί μου

            Έλα ύπνε και πάρε το
            κι άμε το στα περβόλια
            και γέμισέ του την ποδιά
            τριαντάφυλλα και ρόδα.

           Ο ύπνος παίρνει τα μωρά
           ο ύπνος τα μερώνει
           κι η Παναγία κι ο Χριστός
           τα γοργομεγαλώνει.
        
                Στράτος Καλογεράκης
               32ο Δημ. Σχολείο Ηρακλείου
                Σχολ. Έτος 1992-93

2.         Κοιμάται το γαρίφαλο
κοντά στη ματζουράνα
κοιμάται το παιδάκι μου
με την καλή του μάνα.

Χήνα μου, άπλωσε φτερά,
να πλύνω του παιδιού μου,
αϊτέ μου, τα φτερούγια σου,
ν' απλώσω τ' αγοριού μου.

Και συ αηδόνι μου χρυσό,
στην κούνια να καθήσεις
με τη γλυκιά σου τη φωνή
να μου το νανουρίσεις. 

Αναστασία Λαγουδάκη
32ο Δημ. Σχολείο Ηρακλείου
Σχολ. Έτος 1992-93


3.         Νάνι, νάνι το παιδί μου,
νάνι, νάνι το μωρό μου.

Κοιμήσου με την Παναγιά
και με τον Άη Γιάννη
με το Δεσπότη το Χριστό
κι όπου πονείς να γειάνει.

Στέλλα Φτυλάκη
32ο Δημ. Σχολείο
3-12-1992

4.         Νάνι, νάνι το μωρό μου
και το κορφολούλουδό μου.
Νάνι, νάνι την Πούλια μου
και τον Αυγερινό μου.

Πάρε ύπνε το μωρό μου
στη γλυκιά σου αγκαλιά
και γλυκονανούρισέ το,
με τραγούδια τρυφερά.

Κοιμήσου αγγελούδι μου
γλυκά με το τραγούδι μου.

Δέσποινα Γκοντέ
Τάξη Δ΄ 32ο Δ. Σ. Ηρακλείου
Σχολ. Έτος 1992-93


5.         Κοιμήσου συ μωράκι μου
σε κούνια καρυδένια
σε ρουχαλάκια κεντητά
και μαργαριταρένια.

Έλα Χριστέ και Παναγιά
Και πάρ' το στους μπαξέδες
και γέμισε τους κόρφους του
λουλούδια μενεξέδες.

Κοιμήσου συ παιδάκι μου
κι η μοίρα σου δουλεύει
και το καλό σου ριζικό
σου κουβαλεί και φέρνει.

Κοιμάται νιο, κοιμάται νιο,
κοιμάται νιο φεγγάρι.
Κοιμάται το παιδάκι μου
στ' άσπρο το μαξιλάρι.

Ο ύπνος τρέφει τα μωρά
κι η υγειά τα μεγαλώνει
και η κυρά η Παναγιά
τα καλοξημερώνει.


6.  Κοιμήσου και παρήγγειλα

Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου
στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου.
Ύπνε που παίρνεις τα μωρά έλα πάρε και τούτο,
μικρό μικρό σου τό 'δωκα μεγάλο φέρε μου το.
Μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ίσιο σαν κυπαρίσι
κι οι κλώνοι του ν' απλώνονται σ' ανατολή και δύση.
Κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι,
κοιμήσου που να σε χαρεί ο νιος που θα σε πάρει.
Κοιμήσου μες στη κούνια σου και στα παχιά πανιά σου
κι η Παναγιά η Δέσποινα να είναι συντροφιά σου.
Κοιμήσου συ αγοράκι μου κι εγώ σε νανουρίζω
κι εγώ την κούνια σου κουνώ και σε γλυκοκοιμίζω.
Έλα ύπνε και πάρε το κι άμε το στα περβόλια
και γέμισέ του την ποδιά τριαντάφυλλα και ρόδα.
Αγγελούδι μου γλυκό ξέρεις πόσο σ' αγαπώ,
μέρα νύχτα στο πλευρό σου κάθομαι κα ξενυχτώ.
Κοιμήσου μέρα μ' όμορφη , νύχτα με τ' αστεράκια,
Μάη μου με τα λούλουδα και με τα χορταράκια.
Ο ήλιος βγαίνει στα βουνά κι η πέρδικα στα δάση
κοιμάται και ο γιόκας μου τον ύπνο να χορτάσει.
Νάνι νάνι το μωρό μου, νάνι νάνι το χρυσό μου,
νάνι νάνι νάνι νάνι κι όπου το πονεί να γειάνει.
Κοιμήσου που να σε χαρεί η μάνα που σε γένα
κι ο κύρης απού σ' έκανε να δει καλό 'πο σένα.
Κούνια μου κούνα το μωρό, κούνια νανούρισέ το
και συ καλή γειτόνισσα άμε και βύζαξέ το.
Κοιμήσου που σου ράβουνετο πάπλωμα στην Πόλη
και σου το τελειώνουνε σαρανταδυό μαστόροι.
Στη μέση βάνουν τον αετό, στην άκρη το παγώνι,
 νάνι του Ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ' αγγόνι.
Κοιμήσου και παράγγειλα παπούτσια στον τζαγκάρη,
να σου τα κάνει κόκκινα με το μαργαριτάρι.
Νάνι νάνι πάρτε το,
 να κοπελιές και πιάστε το,
να το πάτε στα νιονιά να του πάρετε λιολιά
να του δώσετε πολλά κάστανα και μπεμπεμπλιά.
Νάνι νάνι νάνι να, πάρτε το καλά  παιδιά
ξεφαντώσετέ μου το και πάλι φέρετέ μου το.
Ως σ' αγαπώ να σε χαρώ κι ως θέλω γω να ζήσεις
τα μάτια μου θε να σε ιδούν τον κόσμο ν' αποχτήσεις.

ΠΑΛΙΑ  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙΑ

1.     Η Ξανθή

Ένα πουλάκι τάιζα ανύψητο τ'  αλεύρι
και χορταράκι πράσινο για να γενούμε ταίρι.
Ένα πρωί σηκώνομαι και χάνω το από μπρος μου
και χάνω ο καλορίζικος τα μάτια και το φως μου.
Παίρνω το τουφεκάκι μου και στα βουνά διαβαίνω,
κατσά κατσά περπάτουνα και το πουλί γυρεύγω.
Βρίχνω το το πουλάκι μου σε μια μηλιά από κάτω.
Μιλώ του και δε μου μιλεί, λέω του δε μου λέει
και τότες το κατάλαβα πως ήταν πεθαμένο.
Βγάνω το σκαλιδάκι μου, σκύβω και σκάφτω μνήμα,
σκύφτω και θάφτω την ξανθή, ιδές καημός και κρίμα.
Και παραγγέλνω τση μηλιάς:Μηλιά μου πότιζέ το
και κόβε από τα άνθη σου και μοσκομύριζέ το
και κόβε από τα μήλα σου και δίνε των περάτω
να συγχωρούνε της Ξανθής που κείτεται από κάτω.
2.     Οι σπανοί
Τρεις σπανοί από την πόλη
Πέντε τρίχες είχαν όλοι.
Ήρθε κι ένας Τηνιακός
Πέντε τρίχες μοναχός.
_Βρε καλώς τον πολυγένη,
από πούθε κατεβαίνει!
_Απ' την Πόλη κατεβαίνω
και στη Βενετιά πηγαίνω.
Πάω ν' αγοράσω χτένια
Που με φάγανε τα γένια.
3.     Ο ψύλλος
Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε από το παραθύρι
κι η μάνα του του φώνιαζε: Πού πας μωρά μπεγίρι.
_Να πάω θέλω στα Χανιά να σάσω μια μανάρα
να πελεκώ τα μάρμαρα να κάμω κουτσουνάρα,
να τρέχει το κρυγιό νερό, να πίνει η Μαντζουράνα.
Τση μαντζουράνας το κλαδί, του πρίνου το σταφύλι,
τση κοπελιάς το μάγουλο, μου μάρανε τ' αχείλι.
  
   4.  Η Ορφανούλα
Μια μάνα είχε όμορφη ακριβοθυγατέρα,
που ήλιος δεν την έβλεπε ούτε νύχτα ούτε μέρα.
Την έλουζε, τη χτένιζε με φιλντισένιο χτένι,
στα πούπουλα την κοίμιζε την καλαναθρεμμένη.
Μα ήρθε καιρός και πέθανε η μάνα η καημένη
κι έμεινε η κόρη ορφανή και παραπονεμένη.
Πολύς καιρός δε πέρασε που ο κύρης της παντρεύτη.
Πήρε γυναίκα μια κακιά, την έβαζε να γνέθει.
Της δίνει κρίθινο ψωμί και το νερό μετρούσε.
Είχε δυο κόρες που αυτές πολύ τις αγαπούσε.
Τις έντυνε χρυσά, ρούχα καμαρωμένα.
Της ορφανής τα πέταξε, της βάζει ξεσκισμένα.
Της λέει είσαι ορφανή και τώρα τι θα γίνεις,
σύρε να πας στο μαγεριό και δούλα μας να γίνεις.
Την παίρνει το παράπονο και με καρδιά θλιμμένη,
τη νύχτα τα μεσάνυχτα στο κοιμητήρι μπαίνει.
Κλαίει, φωνάζει, δέρνεται, πώς σαν το φανερώσει:
Σήκω μανούλα μου απ'  τη γη και παρηγόρησέ με,
που ξένες έκανα αδελφές και ξένη με φωνάζουν
και ξένη μάνα έκανα, σαν δούλα με προστάζουν.
Η πλάκα όλη εσείστηκε, βραχνή φωνή εβγήκε:
Σύρε παιδί μου στο καλό, σύρε και στην ευχή μου
κι αύριο βράδυ θε να δεις ότι ποθεί η ψυχή μου.
Ήρθε το βράδυ και χορός εγίνετο στην πόλη,
είχε χορό ο βασιλιάς και καλεσμένοι όλοι.
Επήγε και η μητριά μαζί με τις δυο κόρες
κι η ορφανούλα έμεινε μονάχη με τις ώρες.
Την παίρνει το παράπονο και βγαίνει στον οντά της
Και πάνω στο κρεβάτι της βρίσκει μια φορεσιά της.
Λούστη, χτενίστη κι άλλαξε και στο παλάτι πάει.
Ποια είναι, λέει ο βασιλιάς, που έχει τόση χάρη;
Ποια είναι λέει κι η μητριά που όλοι την κοιτάζουν
κι η χάρη της τους θάμπωσε και την αποθαυμάζουν.
Τρέχει, γυρίζει σπίτι της να μη την δουν στο μάτι
και πέφτει το πασούμι της στο πρώτο σκαλοπάτι.
Τρέχει τ' αρπάζει ο βασιλιάς, δούλους και δούλες κράζει,
βουνά, λαγκάδια να διαβούν ως να την βρουν, προστάζει.
Μικρές, μεγάλες το  'βαζαν, δεν έμπαινε σε όλες,
Το 'βαλε και η μητριά μαζί με τις δυο κόρες.
Και λένε εις τη μητριά:Κόρη δεν έχεις άλλη;
Ψάχνουν εδώ, ψάχνουν εκεί, τη βρίσκουν μες στ' αμπάρι.
Της βάζουν το πασούμι της, της έρχεται ίσα-ίσα.
 Παίρνουν την παν στο βασιλιά, βασίλισσα την κάνει.
Κι η μητριά κι οι κόρες της σκάσαν απ'  το κακό τους.

         5. Πιπεριά
         Ανέβηκα στη πιπεριά να κόψω 'να πιπέρι
         μα η πιπεριά τσακίστηκε και μου 'κοψε το χέρι.
         Δος μου το μαντηλάκι σου το χρυσοκεντημένο
         να δέσω το χεράκι μου απού  'ναι ματωμένο
           
      6.
Ψιχαλίζει, -λίζει, -λίζει
 κι ο παππάς χειρομυλίζει,
 να μου κάμει μιαν κουλούρα
 σαν του μπάρμπα μου τη λούρα
να τη βάλω στο πιθάρι,
 να την τρώω το Γενάρη,
 να περνά κι ο διακονιάρης,
 να του δίδω 'να κομμάτι,
 να γρυλώνει  το αμάτι
να περνά κι ο παπουτσής,
 να του δίδω το τσουνί,
 να μου κάμει παπουτσάκια,
να πατώ τ'  ασπαλαθάκια,
ν'  ανεβαίνω στσι καρές.
 να θωρώ τσι Μεσαρές,
 να θωρώ και το Νικόλη.
 που τον-ε ζυγώνουν όλοι
       7. Ο ψύλλος
         Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε από το παραθύρι
        κι η μάννα του του φώνιαζε "Πού πας μωρέ μπεγίρι;"
       "Να πάω θέλω στα Χανιά να κάμω μια μανάρα
        να πελεκώ τα μάρμαρα να κάνω κουτσουνάρα"
         Τση κουτσουνάρας το νερό του πρίνου το σταφύλι
         τση κοπελιάς το μάγουλο μου μάρανε τ' αχείλι.

7.     Πάνω κειε στ' Αβρασαμιά
          κατεβαίνει ένας παπάς
          και φωνιάζει λε λα λε
          να παντρεύγουνται κι οι γρες.
          Όσες γρες το κούσανε,
          όλες εγλακούσανε.
          Μα μια γρα μια κακογρά
           δεν εμπόρειε να γλακά.
        _Μωρέ σεις που πάτε μπρος!
          Πάρετε και μένα δυο,
          ένα γέρο κι ένα νιο.
          Νάναι ο γέρος για τα ξύλα
          και ο νιος για τα παιχνίδια.

        9.  Οντεν ήμουνε κοπέλι
            Οντεν ήμουνε κοπέλι κι ήβλεπα (φύλαγα) τ' αγά τ' αμπέλι
            έρχουνται τρεις αδερφήδες να μου πάρουν τσι σταφίδες.
           Παίρνω τον απάνω γύρο να βρω βέργα να τσι δείρω
           και μπερδένω σ' ένα βάτο μούδε πάνω μούδε κάτω.
           Κι έρχεται η πια μικιή να με βάλει στο σακί
           κι έρχεται κι η πια μεγάλη να με βάλει στο τσουβάλι
           κι έρχεται κι η κοντοκώλα κι όλο στη κοιλιά μου κόλλα          (χτυπούσε).

     10.  Μια κόρη ανθούς εμάζωνε
 Μια κόρη ανθούς εμάζωνε
κι ανθούς εκορφολόγα.
Να κάμει πέτσες με τσ' ανθούς, 
μαντήλια με τα ρόδα.
Κι ο Γιαννακής κατέβαινε
απού λαγού κυνήγι.
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά
και τέσσερα του δίνει.
Κι η μάνα τζης, την-ε θωρεί
π' ανάδιο παραθύρι.
Μωρή σκυλιά, μωρή βρωμιά,
μωρή μαγαρισμένη.
Απού 'χεις δώδεκ' αδερφούς
κι οι δώδεκ' αντριωμένοι.
Κι αργά δα 'ρθουν κι οι δώδεκα
και δα σε μαντατέψω.
Κι αργά 'ρθανε κι οι δώδεκα,
τη κόρη μαντατεύγει.
Ο γεις τση κόλα με σπαθί
και άλλος με κοντάρι.
Κι ο γ-ύστερος τση αδελφός
μ' ένα καλαμοκάνι.
Κι η μάννα τζης τση κόλανε
με τη χρυσή τζης ρόκα.
Κι ο κύρης τζης τση κόλανε
μ' ένα κομμάτι κλήμα,
γιατί την-ε λυπούντανε,
την πεντακακομοίρα.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα,
η κόρη εψυχομάχε.
Κι η μάννα τζης στο πλάϊ της
και τζαγκουρνοφωνάται.
- Ιντάχεις μάννα μου και κλαίς
και τζαγκουρνοφωνάσαι;
- Κλαίω σε θυγατέρα μου,
ποια ρούχα δα σου βάλω.
Η τα χρυσά ή τα΄αργυρά
ή τα μαλαματένια.
Είτε τα λινοπράσινα,
που σούχω στη κασέλα.
- Δε θέλω 'γώ, ούτε χρυσά,
ούτ' αργυρά, ούτε μαλαματένια.
Ούτε τα λινοπράσινα,
που μούχεις στη κασέλα.
Μόνο τα ρουχαλάκια μου
τα ματοβουρωμένα,
που να ματοβουρώσ΄η γης
και ν΄ακουστεί στη Χώρα,
πως με ματοβουρώσετε,
για 'να ζευγάρι ρόδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου