Άγρια πανίδα της Κρήτης

ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ
                                    Άρκαλος ή ασβός 
Σαρκοφάγο θηλαστικό με κοντά πόδια και σχετικά μακρύ σώμα (70-95 εκατοστά) και κοντή ουρά (15 εκατοστά) φτάνει σε βάρος τα 20 κιλά. Έχει τρίχωμα κοντό, πυκνό και σκληρό ασημόλευκο στη ράχη, στα πλευρά και την ουρά. Φέρει μια χαρακτηριστική λευκή ταινία που ξεκινά από το άκρο του ρύγχους του και φτάνει ως το πίσω μέρος της κεφαλής. Στις δύο πλευρές υπάρχουν, παράλληλα, δύο άλλες ταινίες με καφέ σκούρα απόχρωση, οι οποίες περνάνε πάνω από τα μάτια.

Είναι ζώο παμφάγο, τρώει λαγούς, κουνέλια, αρουραίους, ποντίκια, σκουλήκια, ρίζες, φρούτα (τα αμπέλια αναστενάζουν), σκαθάρια, σπόρους (βελανίδια), έντομα (σφήκες, μέλισσες κλπ) και σαλιγκάρια. Γενικά προτιμά τη ζωική τροφή. Το χειμώνα παραμένει δραστήριος.

Έχει βάδισμα νωθρό και μοιάζει με της αρκούδας.

Γεννά Φεβρουάριο με Μάρτιο 3-5 μικρά ύστερα από εγκυμοσύνη 7-8 μηνών. Μετά από 6 εβδομάδες τα μικρά αποχωρίζονται από τους γονείς για να ζήσουν μόνα. Ενηλικιώνονται σε δύο χρόνια. Ζει περίπου 15 χρόνια.

Είναι νυκτόβιο ζώο, περνά τη ζωή του σε υπόγεια φωλιά (ένα πολύπλοκο τούνελ με πολλούς διαδρόμους και εξόδους διαφυγής) που κατασκευάζει στο έδαφος. Κοινό ζώο στην Κρήτη συναντάται έως τα 1500 μέτρα υψόμετρο παλιότερα δεκαετία του 1960 και πριν το κυνηγούσαν για το δέρμα του. Επιτίθεται μόνο αν βρεθεί σε άμυνα, καθώς βγαίνει από τη φωλιά του κλπ.

                                       Η  ζουρίδα ή κουνάβι 

Ζώο παρόμοιο με τη νυφίτσα, αλλά πολύ μεγαλύτερο απ' αυτήν, μήκους 63-85 εκ. (μαζί με την ουρά).
Το πετροκούναβο είναι ένα συμπαθητικό θηλαστικό, νυχτόβιο, σαρκοφάγο και φρουτοφάγο που ζει μοναχικά (εκτός της εποχής του ζευγαρώματος) στις σχισμές των βράχων, σε κουφάλες δέντρων, σε έρημες υπόγειες στοές, σε αραιά δάση, σε θαμνότοπους και σε φαράγγια.
Το χρώμα της Κρητικής ζουρίδας είναι μπεζ σκούρο, ενώ τα άκρα και τα ρύγχος είναι πιο σκούρα μαυριδερά.  Φέρει λευκές ταινίες στο λαιμό και έχει ρύγχος μυτερό, ξανθό με κοφτερά τριγωνικά δόντια και μουστάκια στο πάνω χείλος, αυτιά όχι πολύ μεγάλα και μάτια ζωηρά και έξυπνα. Στα πόδια έχει νύχια σουβλερά σαν της γάτας. Με αυτά σκαρφαλώνει στα δένδρα και πιάνει μικρά πουλιά που της αρέσουν.
Την τροφή της αποτελούν κυρίως τρωκτικά ποντίκια και αρουραίοι, αλλά και σκουλήκια, αυγά πουλιών, φρούτα και φυσικά κότες που βρίσκει κάνοντας επιδρομές στα κοτέτσια.
Όλη τη μέρα μένει κρυμμένο και την νύχτα αρχίζει τη δραστηριότητα της για αναζήτηση τροφής. Στήνει ενέδρα και επιτίθεται στα ζώα που αποτελούν τη λεία του. Πλησιάζει αθόρυβα κυρίως όταν αυτά κοιμούνται και τα πνίγει με δαγκωματιές στο λαιμό.
Το θηλυκό μετά από κυοφορία 9 μηνών, γεννά το Μάρτιο ή αρχές Απριλίου 3-4 μικρά, τα αποθέτει σε μια κοιλότητα δένδρου που γεμίζει με βρύα και τα φροντίζει πολύ. Ύστερα από λίγες εβδομάδες ακολουθούν τη μητέρα τους στις αναρριχήσεις και το κυνήγι.
Στην Κρήτη πριν είκοσι περίπου χρόνια η γούνα της ζουρίδας είχε μεγάλη εμπορική αξία και γι' αυτό κινδύνευε ν' αφανιστεί. Σήμερα δεν κυνηγιέται πια κι έτσι έχει πολλαπλασιαστεί πολύ. Την συναντάμε σ' ολόκληρο το νησί καθώς και στην Κάρπαθο, τις Κυκλάδες και τις Σποράδες.



                                                Το καλογυναικάρι ή νυφίτσα


Η νυφίτσα της Κρήτης (mustela nivalis galinthias) αποτελεί ενδημικό υποείδος της κοινής νυφίτσας, το οποίο βρίσκεται σε όλο το νησί. Στην Κρήτη είναι γνωστό κι ως Καλογιαννού ή καλογυναικάρι, καθώς η άσπρη λουριδωτή κοιλιά της θυμίζει καλόγρια.


            Ο λαγός


Συναντάται σε όλη την Ευρώπη , Μ. Ασία, Αραβία, Βόρεια Αφρική, έχει επίσης εισαχθεί στην Αμερική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία . Λόγω της μεγάλης εξάπλωσης το είδος παρουσιάζει διαφορές από τόπο σε τόπο πχ στη νότια Ευρώπη είναι μικρότερος με κοντότερο τρίχωμα από ότι στη βόρειο Ευρώπη. Οι μορφολογικές διαφορές οφείλονται στον βιότοπο.
Σε γενική εμφάνιση μοιάζει με το κουνέλι, αλλά είναι μεγαλύτερο ζώο. Το σώμα του είναι επίμηκες με μήκος 50-60 εκατ. και ύψος 20-30 και βάρος 3-6 κιλά. Το θηλυκό είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο από το αρσενικό. Το κεφάλι του είναι μεγάλο και ωοειδές και τα μάτια του βρίσκονται λοξά και εξέχουν προς τα πλάγια του κεφαλιού.
Τα αυτιά είναι μακριά και όρθια ,ευκίνητα και πιο μακριά από το κεφάλι, όταν τοποθετηθούν προς τα εμπρός και έχουν μαύρες άκρες. Το κάτω μέρος του σώματος λευκό ,ουρά κοντή μυτερή 7-10 εκατ. στο πάνω μέρος μαύρο και στο κάτω λευκό. Aντίθετα, με την επικρατούσα
 γνώμη, δεν μπορεί να ζευγαρώσει με το κουνέλι διότι είναι διαφορετικό είδος.

Η τροφή του περιλαμβάνει τρυφερά χόρτα ,χυμώδεις καρπούς ,δημητριακά και σε περιόδους που αυτά δεν υπάρχουν σε αφθονία μπορεί να τραφεί και με νεαρούς βλαστούς , φλοιούς θάμνων ,κάστανα ,βελανίδια. Το απαραίτητο νερό το παίρνει με τη τροφή ,πίνει νερό μόνο κατά την διάρκεια μεγάλης ξηρασίας και όταν θηλάζει τα νεογνά. Παρουσιάζει το φαινόμενο της κοπρανοφαγίας. Aνακυκλώνει τα κόπρανά του απορροφώντας τα θρεπτικά συστατικά που έχουν απομείνει από την πρώτη πέψη.
Τον συναντάμε σε ποικιλία βιοτόπων εκτός από πολύ μεγάλα υψόμετρα πάνω από 1500μ και τις πολύ ψυχρές και υγρές περιοχές. Άριστος βιότοπος αποτελούν οι αραιοί θαμνότοποι η τα αραιά δάση κοντά σε γεωργικές εκτάσεις ,περιοχές δηλαδή που μπορεί να βρει άφθονη τροφή και καλούς κρυψώνες.
Αναπαράγεται από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο αλλά η περίοδος αυτή μπορεί να αλλάξει λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι είδος πολυγαμικό . Γεννά τέσσερις πέντε φορές τον χρόνο από 2-4 μικρά (περισσότερα στο μέσο της αναπαραγωγικής περιόδου και λιγότερα στην αρχή και στο τέλος. Τα νεογνά γεννιούνται κάθε 30 -35 μέρες η κύηση όμως διαρκεί 42-44 μέρες . H θηλυκιά είναι έτοιμη να ζευγαρώσει ενώ είναι ακόμη έγκυος, γύρω στην 38η μέρα κύησης Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μήτρα είναι δισχεδής με αποτέλεσμα να διακρατεί δύο γέννες ταυτόχρονα . Έτσι λοιπόν πριν τον τοκετό γονιμοποιείται ξανά, το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε άλλο θηλαστικό και είναι γνωστό ως επικύηση . Ο θηλασμός διαρκεί 2-3 εβδομάδες και τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα μετά από τριάντα μέρες και ωριμάζουν σεξουαλικά μετά από 7-8 μήνες . Η διάρκεια της ζωής του λαγού είναι 7-8 χρόνια.
Ο Λαγός είναι μοναχικό είδος ,ζει μόνιμα σε μια περιοχή ακτίνας 500μ και δύσκολα την εγκαταλείπει. Κολυμπά καλά όταν απαιτηθεί λόγω κινδύνου. Κινείται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες, ενώ όταν είναι πανσέληνος καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα παραμένει κρυμμένος μέσα στη φωλιά του, λιάζεται ή κάνει αμμόλουτρα.
Κατά τις μετακινήσεις του χρησιμοποιεί τα ίδια μονοπάτια τα οποία σημαδεύει με εκκρίματα τα οποία προέρχονται από αδένες του προσώπου. Ο λαγός τρίβει τα πόδια του στο πρόσωπο του και έτσι τα εκκρίματα κολλούν στα πόδια του και μεταφέρονται με το βάδισμά του ( στα πέλματα των ποδιών του δεν υπάρχουν οσμοποιοί αδένες). Η σήμανση της περιοχής ενδημίας γίνεται και με οσμοποιούς αδένες που βρίσκονται στη βάση του πρωκτού.
Σχεδόν πάντα δεν κατευθύνεται αμέσως στη φωλιά του αλλά εκτελεί παραπλανητικές διαδρομές προκειμένου να ξεγελάσει τους εχθρούς του και τελικά κάνοντας μεγάλα άλματα δεξιά, αριστερά και ένα μεγαλύτερο άλμα 1-1,5 μ. κάθεται στη φωλιά του . Η συμπεριφορά αυτή μάλλον είναι έμφυτη αφού παρατηρείται και στα νεαρά άτομα.
Ο λαγός σπάνια εγκαταλείπει τον κρυψώνα του ακόμα και όταν ο κίνδυνος βρίσκεται σε απόσταση τριών μέτρων , κάνοντας πολλούς να πιστεύουν ότι κοιμάται με ανοιχτά μάτια. Μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες αλλά η κατασκευή των ποδιών του δυσκολεύει την κίνηση του στις κατηφόρες ενώ στην ανηφορική κίνηση είναι πιο γρήγορος. Πολλές φορές όταν κινδυνεύει χτυπά το έδαφος με τα πόδια του ή τρίβει τα δόντια του, (συμπεριφορά που παρατηρείται και στα κουνέλια).
Έχει πολύ καλή ακοή και όσφρηση . Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της όρασης προς τα εμπρός, στα πλάγια όμως έχει μια ευρείας γωνίας ορατότητα.
Ο αριθμός των εχθρών του είναι πολύ μεγάλος από όλα τα σαρκοφάγα , λύκος , αλεπού , αγριόγατα κ.λ.π μέχρι και τα αρπακτικά γεράκια , αετοί κ.λ.π
Ο πληθυσμός παρουσιάζει έντονες και ακανόνιστες αυξομειώσεις που μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες όπως: η ποσότητα και ποιότητα της τροφής, οι κλιματικοί παράγοντες, ο μεγάλος αριθμός και ανταγωνισμός στην εξεύρεση τροφής .
Οι παραπάνω λόγοι έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση του ρυθμού της αναπαραγωγής και την ελάττωση της αντοχής τους σε ασθένειες.


                Ο σκαντζόχοιρος ή κατσόχοιρος
Σκαντζόχοιροι λέγονται τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της υποοικογένειας των ερινακεϊνών, της οικογένειας των ερινακεϊδών, της τάξης των εντομοφάγων. Υπάρχουν 15 είδη σκαντζόχοιρων σε 4 γένη, που συναντώνται στην Ασία, την Ευρώπη, την Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία (όπου έχουν εισαχθεί).
Οι σκαντζόχοιροι ξεχωρίζουν εύκολα από τα αγκάθια τους, που έχουν μήκος περίπου 2 εκατοστά και χρώμα απαλό κίτρινο με ραβδώσεις. Πρόκειται για τρίχες που έχουν γίνει σκληρές με κερατίνη. Τα αγκάθια αυτά δεν έχουν δηλητήριο και, αντίθετα με αυτά του αμερικανικού αναρριχητή ακανθόχοιρου (porcupine), μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν από το ζώο. Καθώς ο σκαντζόχοιρος μεγαλώνει, κατά το πρώτο έτος της ηλικίας του, χάνει τα απαλά αγκάθια που είχε κατά τη γέννησή του και τα αντικαθιστά με μεγαλύτερα και σκληρότερα. Τα αγκάθια τα χάνει και από στρες ή ασθένεια.
Ο λαιμός, το πρόσωπο και η κοιλιά του σκαντζόχοιρου καλύπτονται από μαλακές τρίχες που έχουν χρώμα κιτρινωπό ή λευκωπό. Τα πόδια του έχουν δάχτυλα που καταλήγουν σε νύχια δυνατά και γαμψά. Το θηλυκό είναι λίγο πιο παχύ και πιο μακρύ από το αρσενικό και έχει πιο μακρύ ρύγχος (φυλετικός διμορφισμός). Οι σκαντζόχοιροι συνδέονται με τους ασπάλακες και άλλα εντομοφάγα, όπως οι μυγαλές, οι σωληνόδοντες και το deinogalerix το οποίο έχει εξαφανιστεί.
Όλοι οι σκαντζόχοιροι μπορούν να τυλιχτούν σε σφιχτή μπάλα, και με τη βοήθεια υποδόριων μυών να κάνουν τα αγκάθια τους να πεταχτούν προς τα έξω. Πάντως, η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου προστασίας εξαρτάται από τον αριθμό των αγκαθιών, και καθώς μερικοί σκαντζόχοιροι της ερήμου έχουν εξελιχθεί ώστε να μεταφέρουν λιγότερο βάρος, είναι πιθανότερο να προσπαθήσουν να διαφύγουν τρέχοντας ή ακόμα και να επιτεθούν στον εισβολέα, τρυπώντας τον με τα αγκάθια τους, και ν' αφήσουν τη μέθοδο της μπάλας ως τελευταία λύση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικοί εχθροί για διαφορετικά είδη: ενώ οι σκαντζόχοιροι του δάσους έχουν σχετικά λίγους εχθρούς, κυρίως πουλιά και ειδικότερα κουκουβάγιες, αλλά και νυφίτσες και σκύλους και φίδια, τα μικρότερα είδη όπως ο μακρώτις σκαντζόχοιρος έχουν ως επιπλέον εχθρούς τις αλεπούδες, τους λύκους και τις μαγκούστες.
Όλοι οι σκαντζόχοιροι είναι βασικά νυκτόβιοι, παρότι διάφορα είδη μπορεί να βγαίνουν και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας ο σκαντζόχοιρος κοιμάται, είτε κάτω από κάποιο βράχο ή θάμνο ή σε μια τρύπα στο χώμα. Μερικά είδη μπορεί να έχουν διαφορετικές συνήθειες, αλλά οι περισσότεροι σκαντζόχοιροι σκάβουν καταφύγια στο χώμα.
Όλοι οι άγριοι σκαντζόχοιροι μπορούν να πέσουν σε χειμέρια νάρκη, αν και δεν το κάνουν όλοι. Το αν θα το κάνουν εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αφθονία του φαγητού και το είδος τους. Η διαδικασία έχει ως εξής: Το φθινόπωρο, στρώνουν μια φωλιά με βρύα και φύλλα κάτω από ένα δένδρο και πέφτουν σε χειμερία νάρκη, που διαρκεί ως το Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Η θερμοκρασία του σώματος τους στην περίοδο αυτή πέφτει στους 5,5 βαθμούς C.
Οι σκαντζόχοιροι βγάζουν διάφορες φωνές, και δεν επικοινωνούν μόνο με γρυλίσματα και ρουθουνίσματα, αλλά και με δυνατά τσιρίγματα (ανάλογα με το είδος).

                    Ο αρουραίος

Ονομασία μικρών θηλαστικών της τάξης των τρωκτικών που περιλαμβάνει τα γένη μίκρωτος, αρβίκολα, πιτύμυς και κλεθριονόμυς. Μοιάζουν με μεγάλους ποντικούς, με κοντό, παχύ και βαρύ σώμα. Το κεφάλι, μαζί με το ρύγχος τους, είναι στρογγυλόμορφο, τα αυτιά μικρά και η ουρά κοντή. Είναι ζώα χερσόβια ή αμφίβια. Κατασκευάζουν τις φωλιές τους σκάβοντας απειράριθμες στοές στο έδαφος και προξενώντας καταστροφές. Εκτός των στοών μια φωλιά περιλαμβάνει και χώρο αποθήκευσης τροφίμων τα οποία χρησιμοποιεί αμέσως μετά τη χειμέρια νάρκη του. Είναι άριστοι κολυμβητές. Η τροφή τους αποτελείται από χόρτα, ρίζες, σιτηρά, κονδύλους, λαχανικά, φύλλα κ.ά. Γενικά είναι βλαβερά και αδηφάγα ζώα, χωρίς καμία χρησιμότητα. Ο ρυθμός του πολλαπλασιασμού τους είναι καταπληκτικός. Τα θηλυκά γεννούν ανάλογα με το είδος τους, 2 - 7 φορές το χρόνο από 4 - 6 μικρά. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο από ένα ζευγάρι αρουραίων βγαίνουν 500 περίπου νέα άτομα.                 

 Ο ποντικός
Το γνωστό μας σ' όλους τρωκτικό, που ανήκει στην οικογένεια των μυϊδών.
Το μήκος του σώματος, μαζί με την ουρά, φτάνει τα 16 εκ., ενώ η ουρά φτάνει τα 8 εκ. Το χρώμα του τριχώματός του είναι γκρι, ενώ απαντά αρκετά συχνά και το υπόλευκο χρώμα. Έχει μυτερό ρύγχος, μεγάλα αυτιά, μικρά μάτια και μεγάλα μουστάκια. Το σώμα του είναι κυλινδρικό και τα πόδια του κοντά.
Τα άγρια ποντίκια τρέφονται με σπόρους και λιγότερο με διάφορα έντομα. Αντίθετα τα ποντίκια που έχουν προσαρμοστεί σε αστικό περιβάλλον τρέφονται κατά το μεγαλύτερο μέρος με τροφές ζωικής προέλευσης. Ο ποντικός έχει μεγάλη αναπαραγωγική ικανότητα. Ο πολλαπλασιασμός του εξαρτάται απ' το περιβάλλον στο οποίο ζει. Τα άγρια γεννούν κατά μέσο όρο 4-5 φορές το χρόνο. Τα κατοικίδια ποντίκια, αν τύχει μάλιστα να ζουν σε αποθήκες, όπου υπάρχει πλούσια τροφή και ησυχία, γεννούν μέχρι και 12 φορές το χρόνο, 4-9 μικρά κάθε φορά. Πολλές φορές συμβαίνει στην ίδια φωλιά να γεννήσουν δυο θηλυκές μαζί.
Τα ποντίκια ζουν σε κοινωνίες. Η κάθε κοινωνία έχει τη δική της περιοχή, που σημαδεύει και δεν επιτρέπει σ' αυτήν την εμφάνιση άλλων ποντικών.
Τα κατοικίδια ποντίκια αποτελούν βασικές πηγές μόλυνσης και μεταφέρουν μια σειρά απ' τις πιο επικίνδυνες αρρώστιες για τον άνθρωπο, όπως π.χ. την πανώλη, διάφορες δερματομυκώσεις βαριάς μορφής κ.ά. Καταστρέφουν ακόμη τεράστιες ποσότητες κάθε είδους τροφίμων. Γενικά ανήκουν στην κατηγορία των πολύ επιζήμιων ζώων.
Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο καταστρέφουν πάνω από τα 30% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, ενώ στις υπανάπτυκτες χώρες το ποσοστό είναι μεγαλύτερο.
Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι τα ποντίκια και ειδικά τα άσπρα είναι απ' τα σημαντικότερα πειραματόζωα που βοήθησαν την ιατρική και τις άλλες βιολογικές επιστήμες να πάρουν τη σημερινή πρόοδο.

                 Κρητικός Αγριόγατος ή φουρόγατος

 Μοιάζει με το οικιακό είδος αλλά είναι μεγαλύτερου μεγέθους και η ουρά της  είναι πιο παχιά και πιο μακριά. Το μήκος του σώματός της φτάνει μέχρι και το 1,2μ., ενώ παραπάνω από το μισό καταλαμβάνει η ουρά της. Ζυγίζει γύρω στα 8-9 κιλά, ενώ σε ύψος φτάνει μέχρι και τα 40 εκ. Το τρίχωμα της είναι μακρύ, σκληρό και πυκνό  με χρώμα καστανόγκριζο και μαύρες ραβδώσεις στην ουρά της.  Είναι ζώο το οποίο κατηγορείται  για καταστροφές που προκαλεί  σε νεοσσούς και μικρά ζώα.   Το θηλυκό κυοφορεί για 65-70 μέρες περίπου, και γεννάει γύρω στα 5-6 μικρά, εκ των οποίων μερικά συχνά πεθαίνουν πρόωρα. Όσα ζουν, αναπτύσσονται γρήγορα και σε ηλικία ενός έτους έχουν αποξενωθεί από την μητέρα τους και ψάχνουν για σύντροφο. Είναι δυνατή η επιμειξία  με την οικιακή γάτα , διάρκεια ζωής της αγριόγατας  12-15 χρόνια


                          Κρητικός Αίγαγρος

Ο κρητικός αίγαγρος (κρι κρι), ζει στις απόκρημνες πλαγιές των Λευκών Ορέων. Έχει τρίχωμα καστανό, με μεγάλη γενειάδα , κοντή ουρά και κέρατα που φτάνουν το ένα μέτρο. Με τα 32 του δόντια τρώει χλόη , θάμνους, φύλλα. Κινδυνεύει από τις πτώσεις βράχων, τις χιονοστοιβάδες , τους αετούς και το παράνομο κυνήγι. Είναι ένα ζώο που ζει στην Κρήτη από τα αρχαία χρόνια και στις μέρες απειλείται με εξαφάνιση.

ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΑΓΡΙΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ο γύπας ή όρνιο 
Περνάει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας γυρωπετώντας, χάρις τα θερμά ανοδικά ρεύματα και παρακολουθώντας άλλους γύπες ή άλλα πουλιά, όπως τα κοράκια ψάχνοντας για ψοφίμια. Φωλιάζει σε αποικίες σε κάθετους γκρεμούς και βράχους. Εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την ορεινή κτηνοτροφία και καθαρίζει τα βουνά από εστίες μόλυνσης (ψοφίμια κ.λπ.).
                                   
                                   το γεράκι
Αρπακτικό πουλί μεσαίου μεγέθους. Οι χρωματισμοί του ποικίλουν από άτομο σε άτομο. Περνάει τις περισσότερες ώρες της μέρας καθισμένο σε κλαδιά ή σε στύλους ψάχνοντας για την λεία μου. Φωλιάζει σε δέντρα, σε δάση με ξέφωτα. Το χειμώνα βέβαια συχνάζει σε πιο ανοιχτά μέρη.

                                 ο μπούφος
Το μεγαλύτερο νυχτόβιο ευρωπαϊκό πουλί. Ζει στα πυκνά δάση και στα φαράγγια. Μπορεί να πιάσει θηλαστικά μέχρι το μέγεθος του άρκαλου και πουλιά μέχρι το μέγεθος της κότας. Φωλιάζει σε τρύπες βράχων και κουφάλες δέντρων. Κυνηγά το σούρουπο και την αυγή.

                                        η ζάρα
Έχει ανοικτό καφέ χρώμα. Είναι νυχτόβιο αρπακτικό πουλί. Κυνηγά και τρώει μικρά τρωκτικά κυρίως ποντικούς. Η φωνή του είναι μια μακρόσυρτη πνιχτή στριγκλιά. Πετάει ανάλαφρα κι επιδέξια. Φωλιάζει σε αποθήκες και σε παλιά ερειπωμένα κτίρια.

Μια ζάρα κλαίει κάθ' αργά απάνω στο κελί μου,
φαίνεται εκοντοσίμωσε το τέλος τση ζωής μου

                      η κουκουβάγια ή σκλόπα
Από την αρχαιότητα έως σήμερα είναι το σύμβολο της σοφίας και της φρόνησης. Βλέπε Θεά Αθηνά... Είναι νυχτόβιο αρπακτικό πουλί, πολύ χρήσιμο για τον άνθρωπο γιατί κυνηγάει τα ποντίκια. Μοιάζει με την ζάρα και τον Μπούφο. Είναι όμως μικρότερη και εξυπνότερη από αυτούς.

                                            η κουρούνα
Η κουρούνα είναι από τα πιο πονηρά κορακοειδή που υπάρχουν στην χώρα μας. Κλέφτης αυγών και νεοσσών αλλά και καθαριστής των δρόμων από σκοτωμένα ζώα.
Μπορεί να θεωρηθεί φυσικός ρυθμιστής του πληθυσμού των πουλιών ως ένα βαθμό, ωστόσο όταν ο πληθυσμός της αυξηθεί ανεξέλεγκτα οι ζημιές που μπορεί να προκαλέσει είναι μεγάλες. Η κουρούνα εντοπίζει τις φωλιές των άλλων πουλιών τις οποίες καταγράφει στη μνήμη της και τις επισκέπτεται σε τακτικά διαστήματα για να αρπάξει αυγά ή νεοσσούς.
Επίσης τρέφεται και με καρπούς (καρύδια κλπ.) τους οποίους ρίχνει σε σκληρό έδαφος από μεγάλο ύψος. Έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένες φορές δρουν ομαδικά στο χώρο που τρέφονται, βάζοντας σκοπούς οι οποίοι ειδοποιούν την ομάδα σε περίπτωση κίνδυνου ή διώχνοντας τους γονείς από τις φωλιές τους επιτρέποντας στην υπόλοιπη ομάδα να τις λεηλατήσει. Στην Κρήτη λέγεται και απλά κοράκι. Παλιότερα τα δασαρχεία επικήρυσσαν τις κουρούνες και άμειβαν τους κυνηγούς που τις χτυπούσαν.
                                       ο κόρακας ή μαυροκόρακας
Είναι πιο σπάνιο από την κουρούνα. Συνήθως βρίσκεται στα βουνά όπου δεν υπάρχει ανθρώπινη ενόχληση. Είναι το μεγαλύτερο στρουθιόμορφο. Πετάει δυναμικά και σε ευθεία γραμμή. Συχνά όμως κάνει και ακροβατικά στον αέρα, ιδίως την άνοιξη. Φωλιάζει σε προεξοχές κάθετων γκρεμών και σε δέντρα, Τρώει τα πάντα ακόμα και ψοφίμια. Η φωνή του είναι ένα δυνατό και βαθύ "κροκ".
                                                                      η πέρδικα
 Πέρδικα... Η λεβεντοπερπατούσα Ρήγισσα των Ελληνικών βουνών ξεπηδά περήφανα μέσα
 από θρύλους και παραδόσεις, για να δηλώσει με το δικό της τρόπο τη διαχρονική παρουσία της σε μια χώρα που τη γέννησε, την αγάπησε και την τραγούδησε, ίσως όσο κανένα άλλο πουλί στον κόσμο. Ακουμπώντας τις φτερούγες της πάνω στην ποίηση, που της αφιέρωσε έμμετρους διθυράμβους, ατενίζει αγέρωχα τον κυνηγό, δείχνοντας καρτερικότητα και προκλητική ψυχραιμία για εκείνες τις μεταξύ τους αναμετρήσεις, που πολύ περισσότερο την ηρωοποιούν, παρά την υποβιβάζουν. Συνεχίζοντας να γοργοπερπατά μ' εκείνο τον ξεχωριστό της τρόπο στις κοφτές πλαγιές και τα γκρέμια των βουνών, περιπλανιέται ξανά και ξανά σ' ατέλειωτες περιπέτειες, αφήνοντας όλους εμάς να τη σκεφτόμαστε με τρόπο μυστηριακό, αποδεχόμενοι συγκαταβατικά τη δικαιολογημένη υπεροψία της..Η Μυθολογία τη θέλει όμορφη νύμφη, της οποίας τα θέλγητρα ενόχλησαν τη μητέρα των Θεών, Ήρα, που τη γκρέμισε από την Ακρόπολη. Η Παλλάδα Αθηνά όμως τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πουλί, για να σωθεί. Αυτό το πουλί γέμισε από τότε τα ελληνικά βουνά, που αντιλαλούσαν από το κελάηδημα της. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν ξεχωρίσει τα δύο συγγενικά είδη πέρδικας, κυρίως από το κελάηδημα, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο Θεόφραστος, λέγοντας πως οι πέρδικες "εντεύθεν του κορυδαλλού κακαβίζουν (δηλαδή κακαρίζουν), ενώ οι άλλες τιτιβίζουν". Ο Αριστοτέλης το "κακάρισμα" το έλεγε "κακά-βισμα", υποστηρίζοντας πως οι πέρδικες παράλλασσαν τη φωνή τους.  

                                                          το γαρδέλι ή καρδερίνα 
Ένα από τα ομορφότερα ωδικά πουλιά της πατρίδας μας είναι η καρδερίνα carduelis carduelis. Η αρχαιοελληνική της ονομασία είναι ακανθυλλίς, λόγω της συνήθειάς της να τρέφεται με τους σπόρους των αγκαθιών (άκανθα). Άλλες ονομασίες που της έχουν δοθεί είναι τουρκοπούλα, από το κόκκινο χρώμα που έχει στο κεφάλι της και μοιάζει με τούρκικο φέσι. Την ονομάζουν ακόμα Γαρδέλι, Ζιγαδρέλι, Κοκκινοτσεμπερού, Πεντάμορφο, Στραγαλίνι, ενώ στην Κύπρο την λένε Σγαρτίλι.
Η καρδερίνα θεωρείται πανέμορφη λόγω του υπέροχου συνδυασμού χρωμάτων του πτερώματός της, είναι εξαιρετική μελωδός λόγω του μελωδικού και μαγευτικού κελαηδήματος της, αλλά θεωρείται και ιδιαίτερα ωφέλιμη στην γεωργία μιας και η τροφή της είναι οι σπόροι από αγκάθια και ζιζάνια, καθώς και βλαβερά έντομα.

Γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμη από το κόκκινο πρόσωπο (μάσκα) και το μαυρόασπρο κεφάλι. Έχει ολόμαυρη φτερούγα με φαρδιά κίτρινη ρίγα, ακόμα και όταν κάθεται, λευκό ουροπύγιο, και μαύρη ουρά με λευκές κηλίδες. Το ράμφος είναι μακρύ και πολύ μυτερό σε λευκοκίτρινο χρώμα με μια μικρή μαύρη κηλίδα τον χειμώνα, ενώ με το έλευση της αναπαραγωγικής περιόδου ασπρίζει εντελώς όπως και τα πόδια που αποκτούν σάρκινο χρώμα. Τα δύο φύλα μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους με μικρές αναγνωρίσιμες διαφορές. Το νεαρά πουλιά έχουν γκριζοκάστανο κεφάλι με αχνές ρίγες χωρίς το κόκκινο και το ασπρόμαυρο των ενηλίκων.
Συναντάται ευρύτατα σε θαμνώδεις εκτάσεις, δάση με χαμηλά δέντρα, πάρκα, οπωρώνες, ελαιώνες, κήπους και ιδιαίτερα όπου υπάρχουν γαιδουροάγκαθα. Το φθινόπωρο και το χειμώνα σχηματίζει σμήνη 40 περίπου πουλιών, ενώ την Άνοιξη, μόλις οι αμυγδαλιές βγάλουν φύλλα, αρχίζουν να προετοιμάζονται για το ζευγάρωμα.
Φυσικοί της εχθροί, εκτός από τον άνθρωπο που με διάφορους τρόπους προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει για να απολαύσει το κελάηδημά της, είναι τα διάφορα αρπακτικά πουλιά, όπως η κουκουβάγια, τα ποντίκια αλλά και τα φίδια.
Για τον λόγο αυτό προτιμάει να χτίζει τη φωλιά της σε ψηλά, μοναχικά δέντρα για να έχει ευρύ οπτικό πεδίο και πάντα σε λεπτά εξωτερικά κλαδιά με πυκνή φυλλωσιά. Φτιάχνει την φωλιά της ανάμεσα σε διχάλες δέντρων με περισσή τέχνη χρησιμοποιώντας λεπτά κλαδάκια, φύλλα, ξερά λεπτά χόρτα και είναι η πιο γερή και περίτεχνη φωλιά από όλα τα πουλιά του είδους της. Γεννάει δυο φορές περίπου 4-6 λευκογάλαζα έως γαλαζοπράσινα αυγά την κάθε φορά, μια στο τέλος της άνοιξης και μια το καλοκαίρι, αφού πρώτα έχει μεγαλώσει τα μικρά της. Ποτέ δεν γεννάει στην ίδια φωλιά. Φτιάχνει πάντα καινούρια. Κλωσσάει για 14 μέρες τα αυγά και τους νεοσσούς τους φροντίζουν εξ ίσου και οι δυο γονείς. Όταν κινδυνεύσουν τα μικρά δεν τα εγκαταλείπει αν και είναι δειλό πουλί. Είναι πουλιά που έχουν αγάπη και αλληλεγγύη μεταξύ τους, σπάνια φιλονικούν και πάντα αλληλοβοηθιούνται.
Το προσδόκιμο ζωής τους στη φύση είναι 8 με 10 χρόνια. Είναι πουλιά πολύ ανθεκτικά στο κρύο αλλά πολύ ευαίσθητα σε ασθένειες όπως τα εντερικά. Έχει πέταγμα κυματοειδές και χορευτικό. Όταν κελαηδάει, χαρακτηριστικό είναι το ιδιαίτερο κούνημα του σώματος της.
Οι άνθρωποι συνηθίζουν και ζευγαρώνουν την καρδερίνα με καναρίνια και οι απόγονοί τους, τα καρδερινοκάναρα, αν είναι αρσενικά γίνονται θαυμάσιοι τραγουδιστές, ενώ τα θηλυκά γίνονται πολύ καλές παραμάνες.
                                 ο φλώρος 
Ο φλώρος (Carduelis Chloris) είναι ένα μεγαλόσωμο με αγέρωχο παράστημα στρουθιόμορφο πουλί που ανήκει στην οικογένεια των σπιζών. Είναι ένα ιδιαίτερα αγαπητό πουλί λόγω του εύηχου και γεμάτου τρίλιες κελαηδήματός του.
Στην Ελλάδα είναι γνωστός με τις ονομασίες Ακροκανάρινο, Ατσάραντος, Κιρκιόνι, Λιναρίτης, Τσαράντος, ενώ στην Κύπρο τον λένε Λουλουδά.
Πρόκειται για ένα επιδημητικό πουλί με συνολικό μήκος 14-16 εκατοστά. Ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα είδη της οικογένειάς του από το βαρύ του παράστημα. Το στιβαρό, κωνικό, ανοιχτορόδινο φιλντισένιο ράμφος του είναι τόσο δυνατό, που του επιτρέπει να σπάζει και να ξεφλουδίζει σπόρους αλλά και να τρώει έντομα, σκουλήκια, αγκάθια, βλαστάρια αλλά και μικρά φρούτα τα οποία αποτελούν την διατροφή του.
Οι νεαροί φλώροι έχουν γκριζόλευκο με διάχυτες ρίγες φτέρωμα. Ο ενήλικος αρσενικός φλώρος έχει στην πλάτη του ομοιόχρωμο "πράσινο των βρύων" φτέρωμα, κιτρινοπράσινο στήθος, γκριζωπά πλαινά κεφαλιού, και ανοιχτή γκρίζα πλάκα φτερούγας. Σε καθιστή στάση αναγνωρίζεται απο τις κίτρινες ακμές των πρωτευόντων, ενώ σε πτήση φαίνεται και το κίτρινο στα πλαινά στη βάση της ουράς. Η ουρά είναι στενή και διχαλωτή στην άκρη. Το ενήλικο θηλυκό έχει πιό θαμπά και μουντά γκρίζα χρώματα, καστανή χροιά με αχνές ραβδώσεις στην πλάτη, και λιγότερο κίτρινο στις φτερούγες και την ουρά. Έχει κοκκινωπά σαρκόχρωμα πόδια.
Τον συναντάμε συνήθως σε παρυφές δασών, δασύλλια, θαμνώδεις εκτάσεις, ενώ μέσα στην πόλη τον βλέπουμε συχνά σε πάρκα και κήπους.
Χτίζει ανοιχτή καλαθόσχημη φωλιά συχνά σε κυπαρίσσια, αειθαλή δέντρα ή σε πυκνούς θάμνους. Είναι επιφυλακτικό και ντροπαλό πουλί, ιδιαίτερα την περίοδο της αναπαραγωγής, που για τον φλώρο ξεκινάει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο. Για το χτίσιμο της φωλιάς του το ζευγάρι, χρησιμοποιεί ξερά χόρτα, τρίχες ζώων και βρύα. Η θηλυκιά γεννάει 4-6 λευκογάλαζα αυγά με καφετιές ραβδώσεις. Επωάζει τα αυγά, ανάλογα με τις καιρικές περιβαλλοντικές συνθήκες του τόπου διαβίωσής του, από 11- 15 μέρες. Στο μεγάλωμα των νεοσσών συμμετέχουν και οι δυο γονείς για τουλάχιστον τρείς εβδομάδες και μέχρι τον Οκτώβρη τα μικρά έχουν αναπτυχθεί ικανοποιητικά προκειμένου να επιβιώσουν τον δύσκολο παγερό χειμώνα στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη όπου συναντάται.
Ο φλώρος ενδημεί από την Ιρλανδία ως τα Ουράλια Όρη, την Αραβία, την Βορειοανατολική Αφρική, το Ισραήλ και την Βόρεια Περσία. Όσο πιο βόρεια ζουν τόσο πιο μεγαλόσωμα και πιο άτονα σε χρωματισμούς είναι, σε σχέση με τα πουλιά που εμφανίζονται νοτιότερα. Είναι γενικά αρκετά πιο ανθεκτικά στο κρύο και στις ασθένειες από άλλα πουλιά της ίδιας οικογένειας.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ευχάριστο, περίτεχνο, και μακρόσυρτο κελάδημά του, που είναι γεμάτο τρίλιες, γρήγορα σφυρίγματα και τιτιβίσματα που θυμίζει καναρίνι και Δεντροκελάδα, το έχει καταστήσει σαν ένα εύκολο πουλί για εκτροφή.
Για να επιβιώσει και να αναπαραχθεί σε συνθήκες αιχμαλωσίας ο φλώρος χρειάζεται ευρύχωρο κλουβί ή κατά προτίμηση και σε ιδανικές συνθήκες, κλούβα 2 μέτρων μήκος Χ 1 μέτρο πλάτος Χ 2 μέτρα ύψος για κάθε ζευγάρι. Προσφέρουμε στο ζευγάρι ανοιχτή εσωτερική φωλιά αντίστοιχη με αυτή του καναρινιού και για το χτίσιμό της χρειάζεται βρύα, λεπτά ξερά χόρτα και λεπτές ρίζες 5-6 εκατοστών ή ίνες κοκκοφοίνικα. Αποφεύγουμε το βαμβάκι διότι μπλέκεται στα πόδια του φλώρου και τον δυσκολέυει στο πλέξιμο της φωλιάς. Είναι προτιμότερο η φωλιά να ντυθεί νωρίτερα με φύλλα προκειμένου να μοιάζει όσο το δυνατόν πιο φυσική, για να νιώθουν τα πουλιά ασφάλεια και απομόνωση. Η παρουσία των ιδιοκτητών είναι καλύτερα αν είναι όσο το δυνατόν πιό διακριτική και ήρεμη, χωρίς να παρενοχλεί το ζευγάρι.
Οι εκτροφείς φλώρων πρέπει να προσφέρουν στα πουλιά εκτός από καθαριότητα, παροχή φρέσκου νερού καθημερινά, ποικιλία σπόρων, φρούτων και λαχανικών και μπανιέρα προκειμένου να κάνουν το μπάνιο τους. Την ευαίσθητη περίοδο της αναπαραγωγής που τα θυληκά έχουν αυξημένες ανάγκες σε ασβέστιο λόγω της ωοτοκίας και της σκελετικής ανάπτυξης των νεοσσών, κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση
 σουπιοκόκαλου, αλλά και η αυξημένη χορήγηση ζωικών πρωτεινών με την μορφή αποξηραμένων εντόμων και σκουλικιών.
Ο φλώρος διασταυρώνεται πολύ εύκολα και με καναρίνι δίνοντας πανέμορφα πρασινωπά υβρίδια με ιδιαίτερα φωνητικές ικανότητες.
                                                                 ο σπίνος

Έχει το μέγεθος του γαρδελιού και του φλώρου. Τραγουδάει ωραία και μελωδικά. Έχει ωραία χρώματα. Τρώει σπόρους και έντομα. Είναι ακόμη πολύ ζωηρός και γρήγορος στο πέταγμα.
                                                            ο κοτσυφός


Από τα πιο γνωστά πουλιά της Κρήτης και της Ελλάδας γενικότερα. Φωλιάζει και στα πάρκα των πόλεων ή όπου υπάρχουν δέντρα ή μεγάλοι θάμνοι. Είναι κατάμαυρος με κίτρινο κεχριμπαρένιο ράμφος. Η σύντροφος του όμως έχει λίγο πιο ανοιχτό χρώμα. Κάποιοι πιστεύουν πως είναι το μελωδικότερο πουλί της Ελλάδας.
                                              ο κορυδαλλός ή σκορδαλός
Ζει σε ημιερήμους, φρυγανότοπους και κοντά στις καλλιέργειες. Χτίζει την φωλιά του σε βαθουλώματα του εδάφους. Τρώει ζωύφια, έντομα και σπόρους. Του αρέσει να κελαηδάει το πρωί και λίγο πριν τη δύση του ήλιου.

                      Τσαλαπετεινός ή κουκλοπετεινός 
 Δε ζει μόνιμα στην Κρήτη αλλά έρχεται για διακοπές τους ζεστούς μήνες, όπως και το χελιδόνι. Είναι αποδημητικό πουλί εντυπωσιακός, λίγο μεγαλύτερος από τον κορυδαλλό και την τσίχλα. Χαρακτηριστικό του το τσουλούφι στο κεφάλι και το πορτοκαλί χρώμα.
                                                             
                                                                  το αηδόνι
Τον Απρίλιο, το αηδόνι χτίζει τη φωλιά του σε σωρούς φύλλων. Μέσα σε αυτή, το θηλυκό γεννά το Μάιο 4-5 αβγά με καστανό λαδί κέλυφος, τα οποία και επωάζει για δύο εβδομάδες. Σε περιοχές με θερμότερο κλίμα μπορεί να κάνει και δεύτερη επώαση σε διάστημα λιγότερο των δύο μηνών μετά την πρώτη. Τα μικρά αναπτύσσονται τόσο γρήγορα, ώστε μπορούν να συμμετάσχουν στη φθινοπωρινή μετανάστευση.Λέγεται και ποταμίδα γιατί του αρέσει να ζει δίπλα στα ποτάμια.
                                          ο σπουργίτης

Βρίσκεται πολύ κοντά στους ανθρώπους γιατί τρέφεται από ψίχουλα και άλλα υπολείμματα τροφών. Φωλιάζει παντού, κάτω από κεραμίδια, υδρορροές, καμπαναριά, τρύπες κ.ά. Στην Κρήτη τον φωνάζουν και ατσέλεγα.
                                         το τρυγόνι

Ανήκει στην τάξη Περιστερόμορφα. Είναι το μικρότερο θηρεύσιμο περιστερόμορφο με βάρος που κυμαίνεται από 180 έως 250 γρ. Eίδος καθαρά αποδημητικό με πολύ λίγες εξαιρέσεις. Διαχειμάζει στην Αφρική κυρίως κάτω απ' την Σαχάρα. Στην χώρα μας παραμένουν ,σύμφωνα με μετρήσεις τις τελευταίας δεκαετίας, περίπου 20-30.000 χιλ. ζευγάρια. Αναπαράγεται περισσότερο σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και λιγότερο στην κεντρική. Επίσης μικροί πληθυσμοί, αναπαράγονται στα μεγάλα νησιά , Λέσβο, Χίο, Ρόδο και Κρήτη και ακόμη πιο λίγα στα νησιά του Ιονίου. Kατά την ανοιξιάτικη μετανάστευσή του από την Αφρική προς την Ευρώπη, η οποία γίνεται από τον Απρίλιο έως τα μέσα Μαΐου, σταθμεύει σε μεγάλους πληθυσμούς στην χώρα μας. Έχει παρατηρηθεί ,στην Ζάκυνθο σε μία μόνο ημέρα , περίπου 5.000 άτομα στάθμευσαν και άλλα τόσα πέρασαν χωρίς να σταματήσουν! Κατά την Φθινοπωρινή τους κάθοδο προς την Αφρική, αφήνουν τους τόπους αναπαραγωγής τους στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, από τα τέλη Ιουλίου έως και τον Σεπτέμβριο, και ορισμένα περάσματα κυρίως των τελευταίων φωλεοποιήσεων, ακόμη και τον Οκτώβριο.
Αναπαραγωγή και συνήθειες
Aναπαράγεται εκτός από την χώρα μας στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη , σε υψόμετρα μέχρι τα 350 μ. και σπάνια έως τα 500 μ. Αν και ανέχεται την παρουσία των ανθρώπων στις καθημερινές του συνήθειες, προτιμά να αναπαράγεται σε απομακρυσμένες περιοχές. Είναι είδος μονογαμικό, όπως τα περισσότερα περιστεροειδή και φωλιάζει στα δέντρα και θάμνους ,σε ύψος από 3 έως 6 μ. Η φωλιά του είναι άτεχνη, στρωμένη με λίγα κλαδιά. Πολλές φορές τα κλαδιά είναι τόσο αραιά στρωμένα που φαίνονται τα αυγά από κάτω! Η επώαση διαρκεί 13-15 ημέρες και γίνεται κα από τα δύο φύλα. Τα μικρά εκκολάπτονται γυμνά, και είναι έτοιμα να πετάξουν ύστερα από 19-21 ημέρες. Τρέφεται στο έδαφος και η τροφή του είναι φυτικής κυρίως προέλευσης. Ανάλογα δε με την εποχή του έτους, αποτελείται από σπόρους δημητριακών, καρπούς δέντρων ή φύλλα μικρών ποωδών φυτών. Η ζωϊκής προέλευσης τροφή ,είναι μικρά σκουλήκια και σαλιγκάρια.
Το πέταγμά του είναι κομψό και γρήγορο. Συναντιέται σε μεγάλες πεδινές εκτάσεις με δέντρα και θάμνους ή σε δάση που βρίσκονται κοντά σε καλλιέργειες και ποτάμια. Όσον αφορά την διαχείριση των πληθυσμών του στην χώρα μας, αυτή δεν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εμάς, γιατί σαν αποδημητικό είδος, περνά από εδώ κυρίως παρά αναπαράγεται. Τα μέτρα όμως που μπορούμε να πάρουμε αφορούν την διατήρηση των παραδοσιακών καλλιεργειών, όπως ο ηλιόσπορος και το καλαμπόκι και των χώρων που φωλεοποιεί, κουρνιάζει και ξεκουράζεται, όπως θαμνώδεις ζώνες μεταξύ των καλλιεργημένων χωραφιών, μεμονωμένα δέντρα στα χωράφια κλπ τα οποία τείνουν να χαθούν τα τελευταία χρόνια με τους αναδασμούς και τις μονοκαλλιέργειες. Επίσης η ύπαρξη νερού με μορφή μικρών ρυακιών και λιμνών βοηθά τα τρυγόνια, αν και αυτά εξαφανίζονται λόγω της υπεράντλησης για το καλοκαιρινό πότισμα.

                              Δεκαοχτούρα


Πουλί της οικογένειας των περιστεριδών. Το αγριοπερίστερο αυτό ζει σ` όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη. Έχει χρώμα σταχτί και το μήκος του σώματός του είναι 20 εκ. περίπου. Είναι ενδημικό πουλί και ζει κοντά σε αγροτικούς οικισμούς, αλλά και σε πόλεις. Τρέφεται με διάφορα φρούτα και σπόρους (ιδιαίτερα προτιμά σπόρους σιταριού). Πήρε το όνομά της από το ιδιόρρυθμο κελάηδημά της, που μοιάζει με το συλλαβισμό της λέξης δεκαοχτώ. Φτιάχνει τη φωλιά της πάνω σε κλαδιά διάφορων δέντρων από κομμάτια μικρών ριζών. Τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου το θηλυκό γεννά 2 αβγά και τα κλωσά για 20 ημέρες περίπου. Τα νεογνά δεν έχουν φτέρωμα και τρέφονται με μια παχύρρευστη ουσία, που ονομάζεται "γάλα" και σχηματίζεται στον ρόλοβο των γονέων της.

                                        η τσίχλα

Μοιάζει με τον κότσυφα στο μέγεθος και στις συνήθειες. Διαφέρει, όπως βλέπετε στο χρώμα. Ζει σε δασώδεις εκτάσεις. Τρέφεται με καρπούς δέντρων, έντομα και μικρά ζωύφια. Έχει νόστιμο κρέας.


                                       το χελιδόνι 

Ζει στην Κρήτη μόνο τους ζεστούς μήνες του χρόνου. Είναι αποδημητικό πουλί. Το χειμώνα φεύγει για θερμότερες χώρες, κατά Αφρική μεριά. Φτιάχνει τη φωλιά του από λάσπη κάτω από τα μπαλκόνια και τις βεράντες των σπιτιών.Συνήθως, τα χελιδόνια, σε κάθε μετανάστευση αναζητούν την παλιά φωλιά τους που είχαν αφήσει από την περασμένη χρονιά. Στη φωλιά τους δίνουν το σχήμα κυπέλλου ή σφαιρικό με μικρή οπή για την είσοδο. Τη φτιάχνουν στους εξωτερικούς τοίχους κατοικιών, κάτω από στέγες, σε ρωγμές βράχων κλπ., από πηλό ανακατεμένο με σίελο, ξερά χόρτα, και φτερά. Η φωλιά δέχεται τα 4 - 6 αυγά, από τα οποία θα βγουν οι απόγονοι.Η επώαση διαρκεί 12 μέρες, και, κατά τη διάρκειά της, το αρσενικό χελιδόνι φροντίζει για τη διατροφή της συντρόφου του. Μετά την εκκόλαψη οι γονείς δείχνουν εξαιρετική φροντίδα για τα μικρά τους. Τις πρώτες μέρες τα ταίζουν με μικρά έντομα. Αργότερα πρέπει να τα μάθουν πώς να πετούν και να βρίσκουν μόνα τους την τροφή.

Τα χελιδόνια, όταν πετούν, κρατούν ανοικτό το βαθύ ράμφος τους, το οποίο έτσι λειτουργεί σαν απόχη των εντόμων και των σκνιπών. Επίσης, όταν πετούν, αρπάζουν έντομα που κάθονται πάνω σε φύλλα δέντρων. Σπάνια χρησιμοποιούν το έδαφος για τη μετακίνησή τους. Έχει υπολογιστεί ότι κάθε ημέρα διατρέχουν πετώντας πάνω από 600 χιλιόμετρα. Επειδή τρώνε τα έντομα είναι ωφέλιμα πτηνά.Κατά το φθινόπωρο όμως τα έντομα αρχίζουν να σπανίζουν. Τότε τα χελιδόνια συγκεντρώνονται στις στέγες και στα τηλεφωνικά σύρματα και αναχωρούν για τις θερμότερες χώρες, κυρίως για την Αφρική.

Το χελιδόνι είναι πτηνό εύθυμο, αεικίνητο, με χάρη. Είναι στενάσυνδεδεμένο με τον άνθρωπο όσο κανένα άλλο πτηνό. Την άφιξή του, οι κάτοικοι της πόλης ή του χωριού τη χαιρετίζουν ως χαρμόσυνο γεγονός, ενώ την αναχώρησή του τη βλέπουν με θλίψη γιατί τους αναγγέλλει τον ερχομό του μελαγχολικού φθινοπώρου. Ο λαός μας δεν πιστεύει ότι το μικρό αυτό πουλί μπορεί να ταξιδέψει τόσο μεγάλες αποστάσεις. Φαντάζεται λοιπόν πως ταξιδεύει στη ράχη άλλων πτηνών όπως είναι οι γερανοί. Άλλοτε πίστευαν ότι το σώμα του χελιδονιού θεραπεύει διάφορες αρρώστιες.

Κατά την αρχαιότητα, στις αρχές της άνοιξης το παιδιά τραγουδούσαν στα σπίτια τραγούδια για τα χελιδόνια, τα χελιδονίσματα. Έτσι μάζευαν φιλοδωρήματα. Αυτή η συνήθεια έχει διατηρηθεί σ' ορισμένες περιοχές μέχρι σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου