ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΑ
1) Μίστατο ή σταμνί: Δοχείο που μετρούσε τα ρευστά κι ήταν ίσο με δέκα οκάδες
1 οκά =1280 γραμμάρια
Υποδιαίρεση της οκάς ήταν τα δράμια.
1 οκά = 400 δράμια
100 δράμια = 1/4 της οκάς =320 γραμμάρια.
Το τέταρτο του μίστατου λεγόταν κάρτο (ιταλ. κουάρτο=τέταρτο). Δες παρακάτω.
Το τέταρτο του μίστατου λεγόταν κάρτο (ιταλ. κουάρτο=τέταρτο). Δες παρακάτω.
( Η οκά τα ΄χει τετρακόσια)
2) Μουζούρι: Μετρούσε τα γεννήματα και υπολογιζόταν 15 οκάδες
Το μισό μουζούρι λεγόταν πινάκι.
Το τέταρτο πρατικό
Το 1/16 λεγόταν αξάι. Ήταν ένα πλεκτό καλαθάκι
που χωρούσε περίπου 1 οκά σύμφωνα με τα παραπάνω.
3) κεντινάρι: Μετρούσε σύνολο 100 ομοειδών .
Π.χ. 1 κεντινάρι καρύδια = 100 καρύδια.
4) το γομάρι: Όσο το φορτίο ενός ζώου. Το βάρος ποικίλει αν το ζώο είναι γαϊδούρι ή μουλάρι ( ένα γομάρι ξύλα, ένα γομάρι πατάτες κλπ.)
5) η δρασκελιά ή ασκελιά ή ζάλα: Πρόχειρη μονάδα μέτρησης μήκους, η απόσταση που δίνει ο διασκελισμός των ποδιών.
6) ο αργάτης: Η έκταση αμπελιού που μπορεί να σκάψει ένας εργάτης σε μια μέρα. Αντιστοιχεί σε 1/4 με 1/3 του στρέμματος αμπελιού ανάλογα με τη δύναμη του εργάτη. ( Αμπέλι 5 αργατώ σημαίνει ότι χρειάζονται 5 εργάτες για να σκάψουν ένα αμπέλι σε μια μέρα)
7) Ζευγαρικό: Η έκταση γης που οργώνεται σε μια μέρα από ένα ζευγάρι βόδια (βούγια). Είναι περίπου 3/4 του στρέμματος.
10) μιγόμι: Περίπου μισό σακί (τσουβάλι) από κάποιο προϊόν (π.χ. ένα μιγόμι ελιές).
11) μουζουράκι: Οικιακό σκεύος λαδιού. Χωρούσε περίπου ένα κιλό λάδι. Μέσα σ' αυτό υπήρχε ένα μικρότερο σκεύος το πενηντάρι (50 δράμια ή 1/8 της οκάς ή 160 γραμμάρια ). Η νοικοκυρά έβαζε στην κατσαρόλα 1 ή 2 πενηντάρια λάδι για μαγείρεμα.
12) η οργυιά: Μετρούσε κυρίως το μήκος σχοινιού και ήταν όσο το άνοιγμα και των δυο χεριών. Όλοι προτιμούσαν για ευνόητους λόγους τον μεγαλόσωμο έμπορο που είχε μακριά χέρια. Κατά μέσο όρο ισοδυναμούσε με 1,60 μέτρα.
13) Ο πήχυς ήταν για το μέτρημα συνήθως των υφασμάτων (εμπορικός πήχυς). Ισοδυναμεί με 64 εκατοστά του μέτρου. Πρακτικά μετριούνταν με το μήκος του ενός χεριού από τα δάχτυλα έως τον ώμο.14) το ρούπι: Ήταν το 1/8 του πήχη (π.χ. δεν το κούνησε ρούπι δηλ. ούτε βήμα).
15) το στέμα: Η ποσότητα ελαιοκάρπου για μια αλεσιά στη φάμπρικα (λιοτρίβι).
16) η φλιτζάνα: Χρησιμοποιείται και σήμερα ως μονάδα μέτρησης στη ζαχαροπλαστική (π.χ. 2 φλιτζάνες γάλα κλπ.)
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Όταν συναντούσε ο παλιός Κρητικός κάποιον, συνήθως τον χαιρετούσε με το "ώρα καλή" κι εκείνος του απαντούσε με το "καλώς την αφεντιά σας". Άλλος χαιρετισμός ήταν το "πολλά τα έτη σας" και η απάντηση "πολλά και τα δικά σας".
ΒΛΑΣΤΗΜΙΕΣ
Συνηθισμένες βλαστήμιες των παλιών ήταν:
Διάλε τ' αποθαμένα σου
Διάλε την ψυχή σου
Διάλε τσ' απομονάρους σου ( απομεινάρια, απογόνους)
ΥΒΡΕΙΣ
Φοβερή ύβρις των Κρητικών ακόμη και σήμερα αλλά ιδιαίτερα παλιά ήταν το "φιου" άγνωστης ερμηνείας. Πολλές φορές οδηγήθηκαν άνθρωποι στα δικαστήρια και καταδικάστηκαν γι' αυτό και μόνο. Στο ακρότατο όριο ενός καυγά ξεστόμιζε ο ένας: Φιού σου μωρέ, φιου σου!Κι απαντούσε ο άλλος: Στα μούτρα σου μωρέ, στα μούτρα σου και αποφεύγοντας να το επαναλάβει αν ήταν κάποιοι κοντά που άκουγαν, συνέχιζε "μαρτύροι νάσαστε ίντα μούπενε".
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ για το φταρμό ή βασκανία
Ο Μ. Χουρμούζης Βυζάντιος που επισκέφτηκε την Κρήτη στα 1832 αναφέρει στο βιβλίο του «Κρητικά» που εκδόθηκε στα 1842 τον παρακάτω εξορκισμό ο οποίος με κάποιες παραλλαγές, λέγεται μέχρι και σήμερα.
«Η ξεματιάστρα δένει τρεις κόκκους αλάτι στην άκρη (γωνία) ενός μαντηλιού και αφού μετρήσει με τον πήχυν της, πλησιάζει στον ασθενή, αγγίζει τον κόμπο με το αλάτι στο μέτωπο κι ύστερα στη γη ,τρεις φορές, λέγοντας «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Κατόπιν λέει: Πού πας φταρμέ , πού πας κακέ, πού πας κακοποδεμένε, φύγε από τσι 72 φλέβες του (δείνα) και άμε στα όρη στα βουνά, που πετεινός δεν κράζει και σκύλος δε γαβγίζει, να βρεις θεριό να πιεις από το αίμα του, να φας από το κρέας του (χασμουριέται). Ελούστη κι η κυρά μας η Παναγιά , χτενίστηκε και στο θρονί τσης κάθισε και περάσαν οι αγγέλοι κι αρχαγγέλοι και φταρμίσασί τηνε (χασμουριέται) και πάει αφέντης ο Χριστός και τση λέει «ίντα ΄χεις μάνα, ίντα ΄χεις μητέρα», ελούστηκα παιδί μου, χτενίστηκα και στο θρονί μου εκάτσα και περάσαν οι αγγέλοι κι αρχαγγέλοι και φταρμίσασί με (χασμουριέται). Καλέ μάνα καλέ μητέρα, δεν ευρέθηκε χριστιανός αγιασμένος, τη μεγάλη Πέφτη λειτρουημένος να πάρει αλάτσι από την αλυκή ή τρία φύλλα από την ελιά και να πει μια φορά το Πάτερ ημών, δυο φορές το Πάτερ ημών (μέχρι τις εννιά).
Ο εξορκισμός λέγεται τρεις φορές κι έπειτα ξαναμετρά με τον πήχυν της το μαντήλι και το βγάζει 6 δάχτυλα κοντύτερο».
ΟΙ ΒΕΓΓΕΡΕΣ
Τα παλιά χρόνια μαζεύονταν οι άνθρωποι τα βράδια του χειμώνα σε σπίτια κατά οικογένειες ή κατά γειτονιές και κάνοντας δουλειές του χεριού οι γυναίκες, πίνοντας τη ρακή ή το κρασάκι τους οι άντρες με συνηθισμένο μεζέ τα κουκιά στα κάρβουνα ή στο τηγάνι σαν στραγάλια, περνούσαν την ώρα τους ( δεν υπήρχε βλέπετε η τηλεόραση) λέγοντας καθαρογλωσσίδια (γλωσσοδέτες), ανιώματα (αινίγματα), παραμιές (παροιμίες), ιστορίες (αληθινές ή φανταστικές) για στοιχειά, νεράιδες, φαντάσματα, του πολέμου ή της κατοχής. Ψυχαγωγούνταν μα κι ακόνιζαν το μυαλό τους. Μάθαιναν τα παιδιά, μα κι έτρεμαν από το φόβο τους μη τυχόν και συναντήσουν τις νεράιδες να χορεύουν «στου παπά τ' αλώνι» ή να πλένουν τα ρούχα τους στο «κακό ρυάκι», όταν τα παίρναν οι γονέοι τους για να τους βοηθήσουν στα νυχτερινά αγώγια.
Μια ιδέα από τα παραπάνω στη συνέχεια.
Καθαρογλωσσίδια
Εκκλησά μολυβδοτή, μολυβδοκαγκελοπελεκητή , ποιος τηνέ μολυβδοκαγκελοπελέκησε, ο γιος του μολυβδοκαγκελοπελεκητή. Να χα και γω τα σύνεργα του γιου του μολυβδωκαγκελοπελεκητή θα τηνέ μολυβδοκαγκελοπελεκούσα, πια καλά κι 'από του γιου του μολυβδοκαγκελοπελεκητή.
Κούπα , κουπακόκουπα, με τα κουπακοκουπάκια σου .
Άσπρη και ξέξασπρη κλωστή και ξέξασπρο μετάξι και ξέξασπρή μου κοπελιά και ποιος θα σ' αγκαλιάσει...
.
Τρεις έντεκα , τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπάντε κι έντεκα, και εφτά κι οχτώ και δεκαοχτώ και πέντε κι έξι και μισό , κι ένα και δυό κι ενάμιση , για πέ μου πόσα κάνουσι;
Άσπρα μούρνα, μαύρα μούρνα, τση μαυρομουρνιάς τα μούρνα.
Έσκαφτα κ' εμαυρόσκαφτα κι εμαυροσκαφτότρωγα.
Ο Παπάς ο παχύς έφαε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε απού το παραθύρι κ' έσπασε τα σκωτοφλεμονοκαρδουλοκαπουλοκάτινά του.
Τση καρέκλας το ποδάρι εξεκαρεκλοποδαρώθει.
Πόρισε κερά να ποτηροκαλαθοσκαρβελοσωμαρολιβαδώσεις ( Βγες γυναίκα να βάλεις το ποτήρι στο καλάθι, το καλάθι στο σκαρβέλι, το σκαρβέλι στο σωμάρι, το σωμάρι στο γαϊδούρι, το γαϊδούρι στο λιβάδι).
Αινίγματα ή ανιώματα
-Ανάμεσα σε δυο βουνά περδικούλα κελαηδεί.(Ο αργαλειός).
-Κοπελιές είναι κι οι δυο και γεννά η μια την άλλη.(Η μέρα και η νύχτα).
-Βασιλιάς δεν είμαι κορώνα φορώ, ρολόι δεν έχω τις ώρες μετρώ. (Ο κόκορας).
-Γύρου, γύρου ανεγυρίζει στο γωνιό πάει και καθίζει.(Η σκούπα).
-Κλουθά τ' ανθρώπου όπου κι αν πάει κι όμως πράμα δεν τρώει.(Η σκιά μας.)
-Σε γλάστρα δεν φυτεύεται σε περιβόλι όχι, ο βασιλιάς το γεύεται κι όλος ο κόσμος το χει.(Το αλάτι).
-Κλειδώνω , μανταλώνω κι ο κλέφτης μπαίνει μέσα.(Ο ήλιος).
-360 γερανοί, 30 περιστέρια, σε 12 φωλιές γενούν κι 1 αυγό κλώσουνε.(Οι μέρες , οι μήνες , ο χρόνος).
-Είμαστε δυο αδερφές κι από τον κύρη μας αγαπητές, η μια ποθαίνει κι η άλλη ζει, αν κι αυτή ποθάνει ο κόσμος θα χαθεί. (Η μέρα και η νύχτα).
-Άμα τη δέσω προπατεί και σαν τη λύσω στέκει. (Η ανέμη με την κλωστή).
-Μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή του κι αποπαέ ως τα Χανιά ακούγεται η φωνή ντου ( το τουφέκι)
Ο μπάρμπας μου ο Μιχελής σαράντα δυο βρακιά φορεί και το πιο παλιό απόξω.(Το κρεμμύδι).
-Από χώμα πλάστηκα σαν τον Αδάμ, στο καμίνι εψίθηκα σαν τση τρεις παίδες, με τα σπλάχνα μου πολλούς εδρόσισα , κι εδά στα θανατά μου κανείς δεν έθαψε τα κόκαλά μου.(Η στάμνα).
-Μια βαρκούλα φορτωμένη στη σπηλιά πάει και μπαίνει.(Το κουτάλι με το φαγητό).
-Του παππού μου κρέμεται και τση γιαγιάς μου χάσκει.(Ο κουβάς και το πηγάδι).
-Χιλιοτρύπητο λαΐνι που σταλιά νερό δε χύνει (το σφουγγάρι)
Χίλιοι μίλοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι.(Το ρόδι).
-Από πίσω μου μακραίνει κι από μπρος μου, μου κονταίνει.(Ο δρόμος).
-Τέσσερις στέκονται, δύο γρικούνε, ένας σκάφτει κι ένας θυμιατίζει. (Το γουρουνάκι).
-Μικρή είναι η νοικοκυρά μα κάνει πίτα τόση.(Η μέλισσα).
-48 κλωνών δεντρί, στην κορυφή ρόδο ανθεί, ρεμπεστάνιος όποιος το χει, βασιλιάς απού το ορίζει ( η Μεγάλη Σαρακοστή, Πάσχα, όποιος νηστεύει, ο Θεός).
Παροιμίες
Αγάπα το κοπέλι σου μα να μη το κατέχει .
Άγιου μη τάξεις τάξιμο , μήδε παιδιού κουλούρι .
Αλίμονό του τ' ορφανού, αν είν' και με τα γένια .
Αν δεν κλάψει το παιδί , δεν του δίνει η μάνα το βυζί .
Ανε κλωτσάς τα γονικά σου , θα το βρεις απ' τα παιδιά σου
Από βροντή κι απ' αστραπή , κι από νερό και χιόνι , κι απ' άτεκνο
κιαπό σπανό ο Θεός να σε γλιτώνει .
Από μικιό κι από τρεζό , μαθαίνεις την αλήθεια .
Απ' τ' αγκάθι βγαίνει ρόδο , κι απ' το ρόδο βγαίνει αγκάθι .
Αν είναι ρόδο θ' ανθίσει , μ' αν είν' αγκάθι θα τσιμπήσει .
Απού' βαλε το λάδι , να βάλει και το κλήμα .
Απού κοπελομάθει δεν γεροντοξεχνά .
Απού αποθαίνει με πολλούς , θάνατο δεν φοβάται .
Ακάτεχος τ' ακάτεχου, ποτέ μην αρμηνεύγει .
Άνθρωπος δίχως όνειρα , κακά , ψυχρά θα ζήσει .
Άσπρος γεννάται ο κόρακας , και μαύρος κατασταίνει .
Γ-ή μικρός - μικρός παντρέψου , γ-ή μικρός καλογερέψου
.
Γουρούνι και κοπέλι , ώς το μάθεις .
Γροίκα το πατέρα σου , κι ορμήνευε του γιού σου .
Ευχή γονέων παίρνε , και στα βουνά προπάθιε
.
Έχασε η μάνα το παιδί , και το παιδί τη μάνα .
.
Έλα παππού να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου.
Εγώ παιδί μου , σου' πα να 'χεις χίλια πρόβατα , μα σα δεν θέλεις τρίχα μην αποτάξεις
.
Εγλυκάθη η γρά στα σύκα , κι όλη νύχτα τ' αναζήτα .
Όλα ' ναι φάδι τση κοιλιάς και το ψωμί στημόνι.
Η βιάση ψήνει το ψωμί μα δεν το καλοψήνει .
Ότι παθαίνει ο άνθρωπος , το φταίει η κεφαλή ντου .
Δεν έχει ο φτωχός , μα έχει ο Θεός
Η δουλειά νικά τη φτώχεια .
Βασιλικός κι αν μαραθεί , την μυρωδιά την έχει.
Από την Έμπαρο κρασί κι από τη Βιάννο λάδι , κι απο το Μυλοπόταμο , ελιές και παξιμάδι .
Δώσε μούρη του χωριάτη , ν'ανεβεί και στο κρεβάτι .
Μ' ένα ρόδο φίλο κάνεις , και για ρόδο τόνε χάνεις .
Ο ποντικός σε τρύπα δεν χωρεί και κολοκύθα σέρνει.
Το αίμα νερό δεν γίνεται κι άμα γενεί δεν πίνεται.
Άλλος ήχασκε , κι άλλος μετάλαβε .
Ιστορίες
1. Πήγαινε λέει ο Σηφάκης, νύχτα ακόμη, ένα γομάρι (φορτίο σε γαϊδουράκι) κοπριά στο περβόλι του. Στο δρόμο συνάντησε το απόσπασμα της Χωροφυλακής που έκανε έλεγχο για παράνομη κατασκευή και εμπορία ξυλοκάρβουνου. Τον ρωτάνε:
_ Ίντα κουβαλείς ετά Σηφάκη;
Και ο Σηφάκης θέλοντας να δείξει τη «μεγάλη εκτίμηση» που τους είχε τους απαντά:
_ Χωροφυλάκους!
2. Καθόταν ο Περικλής μια μέρα στο ντουκιάνι. Κάποια στιγμή γυρίζει και του λέει ο διπλανός του:
_Παναγία μου μωρέ Περικλή μέγαλος τη κεφαλή σου!
Και ο Περικλής, ετοιμόλογος, με τη χαρακτηριστική του φωνή:
_Βραστή να ντην είχες δεν ήθελα σε φτάξει
3. Μια μέρα πάλι καθότανε με τη μάνα του στην αυλή και είδανε κάποιον από μακριά.
_Ποιος είναι μωρέ εκειοσές που ρχεται;
_Ο πατέρας, απαντά ο Περικλής.
_Σάικα, απηλογιέται η μάνα του, δεν είναι κειοσας!
_Εμένα εκειονά μου δειξες για πατερα! Είπε πάλι ο Περικλής και την αποστόμωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου